ἐπικέλομαι
English (LSJ)
A call upon, στυγερὰς δ' ἐπεκέκλετ' Ἐρινῦς (redupl. aor. 2) Il.9.454; ἐπικεκλομένα Δῖον πόρτιν A.Supp.40 (lyr.): c. dat., παιδί A.R.3.85.
A call upon, στυγερὰς δ' ἐπεκέκλετ' Ἐρινῦς (redupl. aor. 2) Il.9.454; ἐπικεκλομένα Δῖον πόρτιν A.Supp.40 (lyr.): c. dat., παιδί A.R.3.85.