ἐπικέλομαι
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
call upon, στυγερὰς δ' ἐπεκέκλετ' Ἐρινῦς (redupl. aor. 2) Il.9.454; ἐπικεκλομένα Δῖον πόρτιν A.Supp.40 (lyr.): c. dat., παιδί A.R.3.85.
German (Pape)
[Seite 948] (s. κέλομαι), nur aor. II. ἐπικέκλετο, noch dazu herbeirufen; Ἐρινῦς Il. 9, 434; Aesch. Suppl. 40 u. sp. D., wie Leon. Al. 12 (VI, 221); τινί, Einem zurufen, Ap. Rh. 3, 85; Qu. Sm. 12, 437.
French (Bailly abrégé)
ao.2 avec redoubl. poét. 3ᵉ sg. ἐπεκέκλετο, part. ἐπικεκλόμενος;
appeler à soi, invoquer, acc..
Étymologie: ἐπί, κέλομαι.
English (Autenrieth)
aor. ἐπεκέκλετο: invoke; Ἐρῖνῦς, Il. 9.454†.
Greek Monolingual
ἐπικέλομαι (ποιητ. τ.) (Α)
(αποθ.)
1. επικαλούμαι («πολλά κατηρᾶτο, στυγερός δ’ ἐπεκέκλετ’ Ἑρινῡς», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ. και απρμφ.) συμβουλεύω, ενθαρρύνω («τεῷ ἐπικέκλεο παιδί», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλομαι «προτρέπω, φωνάζω»].
Greek Monotonic
ἐπικέλομαι: Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἐπικέκλετο· αποθ., επικαλούμαι, τινα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικέλομαι: (aor. 2 ἐπεκεκλόμην) (при чем-л. или по поводу чего-л.) призывать (στυγερὰς Ἐρινῦς Hom.; Δῖον πόρτιν τιμάορα Aesch.; σωτῆρα Ζῆνα Anth.).
Middle Liddell
epic 3rd sg. aor2 ἐπικέκλετο
Dep. to call upon, τινα Il.