στρατολογέω

Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(λέγω (B))

   A levy an army, enlist soldiers, D.H.11.24, J.AJ5.1.28, al.:—Pass., ἐκ συμμάχων στρατολογηθέντων D.S.12.67, cf. Plu.Caes. 35.

German (Pape)

[Seite 952] ein Heer sammeln, Soldaten werben, Plut. Mar. 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτολογέω: (λέγω) στρατολογῶ, ἐγγράφω στρατιώτας, Διον. Ἁλ. 11. 24, κτλ. - Παθητ., συμμάχων στρατολογηθέντων Διόδ. 12. 67, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 35.