ἀμπέτιξ
English (LSJ)
Adv., (cf. ἀμπί)
A round, dub. l. in CIG2554 (Cret.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπέτιξ: (πρβλ. ἀμπί) ἐπίρρ., πέριξ Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1554. 117· πρβλ. περιαμπέτιξ.
Adv., (cf. ἀμπί)
A round, dub. l. in CIG2554 (Cret.).
ἀμπέτιξ: (πρβλ. ἀμπί) ἐπίρρ., πέριξ Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1554. 117· πρβλ. περιαμπέτιξ.