δεσμεύω
English (LSJ)
A fetter, put in chains, h.Bacch.17, E.Ba.616, Pl.Lg.808e; tie together, as corn in the sheaf, Hes.Op.481; δ. ἀγκάλας PLond.1.131r426 (ii A. D.); χόρτον PFlor.322.31 (iii A. D.); δ. ἔκ τινος bind fast to .., Plb.3.93.4, Apollod.2.1.3. II lay snares for, LXX 1 Ki.24.12.
German (Pape)
[Seite 550] binden, fesseln, H. A. 6, 17; Eur. Bacch. 616; Plat. Legg. XII, 808 d; zusammenbinden, die Garben, Hes. O. 479; λαμπάδας Pol. 3, 93.
Greek (Liddell-Scott)
δεσμεύω: (δεσμὸς) δεσμεύω, βάλλω εἰς τὰ δεσμά, Ὕμν. Ὁμ. 6. 17 Εὐρ. Βάκχ. 616, Πλάτ. Νόμ. 808D· δένω ὁμοῦ, οἷον στάχυς ἐν δεματίῳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 479· δ. ἔκ τινος, δένω σφιγκτὰ εἴς τι…, Ἀπολλόδ. 2. 1, 3.– Παθ., δεσμευθεῖσα ἀλύτοις καμάτοις Ἐπιγρ. Ἑλλ. 737.