ἀναμάχομαι

Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A renew the fight, retrieve a defeat, Hdt.5.121, 8.109, Th.7.61, Jul.Or.1.24c.    II metaph., ἀ. τὸν λόγον fight the argument over again, Pl.Hp.Ma.286d, cf. Phd.89c.    2 make good a loss, ἀ. τὰ ἁμαρτανόμενα Thphr.CP3.2.5, cf. Plu.Arat.28; περιπέτειαν Plb.1.55.5; ἡ φύσις τὴν φθορὰν ἀ. nature makes good the waste, Arist. GA755a31; ἀ. ταῖς μὴ ἀνελευθέροις συστολαῖς Phld.Oec.p.71J.; recover, Id.Mort.37; τὴν νίκην Memn.58; counteract, Aret.CD2.6.

German (Pape)

[Seite 197] (s. μάχομαι), von neuem kämpfen, den Kampf wieder beginnen, Her. 5, 121. 8, 109; mit dem Nebenbegriff: durch eine zweite Schlacht die frühere Niederlage ausgleichen, Xen. Cyr. 3, 1, 20; dah. Pol. 1, 55 τὴν περιπέτειαν hinzusetzt; τὸ ἐλάττωμα D. Sic. 14, 23; τὰ πρότερα σφάλματα D. Hal. 2, 55; κακοδοξίαν Plut. Dion. 18; übh. ersetzen, ἡ φύσις τῷ πλήθει τὴν φθορὰν ἀναμ. Arist. Gen. anim. 3, 4, sie ersetzt den Verlust (indem sie dagegen ankämpft); bei Plat. λόγον, von neuem bekämpfen, Phaed. 89 c; Hipp. mai. 286 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμάχομαι: (ἴδε μάχομαι): Ἀποθ.: ― ἐκ νέου μάχομαι, ἀνανεώνω τὴν μάχην, ἐπανορθῶ ἧτταν, Ἡρόδ. 5. 121, 8. 109, Θουκ. 7. 61. ΙΙ. μεταφ., ἀν. τὸν λόγον, ἀναλαμβάνω ἀγῶνα συζητήσεως ἣν πρὸ ὀλίγου ἀπέφυγον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286C, πρβλ. Φαίδωνα 89C. 2) ἐπανορθῶ ζημίαν, ἀν. τὰ ἁμαρτανόμενα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· περιπέτειαν Πολύβ. 1. 55, 5· ἡ φύσις τὴν φθορὰν ἀν., ἡ φύσις ἐπανορθοῖ, ἀναπληροῖ τὴν ἔλλειψιν, τὴν ζημίαν, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 4, 6.