χαλαστήρια

Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(sc. σχοινία), τά,

   A ropes for letting down a portcullis, opp. ἀνασπαστήρια, App.BC4.78: cf. σχαστήρια.

German (Pape)

[Seite 1327] τά, sc. σχοινία, Seile zum Niederlassen einer Fallthür, App. Civ. 4, 78.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαστήρια: (ἐξυπακ. σχοινία), σχοινία δι’ ὧν κατεβιβάζετο ἡ καταρρακτὴ θύρα ἢ καταπακτὴ (κοινῶς «κλαβανή»), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνασπαστήρια, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 78· πρβλ. σχαστήρια.