παρδαλέη

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(sc. δορά), ἡ,

   A leopard-skin, Il.3.17, 10.29, Hdt.7.69 : prov., παρδαλέην ἐνεῖσθαι, of a shifty person, Eust.374.44 ; Dor. παρδᾰλέα Pi.P.4.81 ; Att. contr. παρδᾰλῆ Ar.Au.1250, Anaxandr.65, Corn.ND27.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, sc. δορά, Pantherfell; Il. 3, 17. 10, 29; Pind. P. 4, 143; Her. 7, 69 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρδᾰλέη: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δορὰ παρδάλεως, Ἰλ. Γ. 17, Κ. 29, Ἡρόδ. 7. 69· Δωρ. παρδαλέα, Πινδ. Π. 4. 143· Ἀττ. συνῃρ. παρδᾰλῆ. Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 324.