καγχαλάω

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A rejoice, exult, καγχαλόωσι . . Ἀχαιοί, κτλ. rejoice because a Trojan champion has been chosen for his looks, Il.3.43; καγχαλόων 6.514, 10.565; καγχαλόωσα Od.23.1,59; καγχαλάασκε A.R.4.996; ἐπακτὴρ καγχαλῶν ἀγρεύματι Lyc.109; καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι Q.S.8.12; ἐνὶ φρεσὶ -όωντες κρύβδ' Ἥρης Id.3.136, cf. 200, al., Opp.C.4.377, H.5.234; of hounds, deer, Id.C.1.523, 2.237; of pards, οἴνῳ μέγα -όωσι ib.3.80; of a polypus, Id.H.4.281.

German (Pape)

[Seite 1278] laut lachen u. jubeln; καγχαλόωσι Il. 3, 43; καγχαλόων 6, 514. 10, 565; καγχαλόωσα Od. 23, 1. 59; sonst nur in VLL. Vgl. das vorige Wort.

Greek (Liddell-Scott)

καγχᾰλάω: (παρ’ Ὁμ. καγχαλόω), γελῶ ἠχηρῶς, καγχάζω, Λατ. cachinnari, καγχαλόωσι, καγχάζουσι χλευαστικῶς, Ἰλ. Γ. 43· καγχαλόων, χαίρων, ἀγαλλόμενος, Ζ. 514, Κ. 565· κεγχαλόωσα Ὀδ. Ψ. 1, 59· καγχαλάασκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 996· - πρβλ. καχάζω.