καχάζω
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
Dor. fut. καχαξῶ Theoc.5.142:—also in nasalized form καγχάζω, S.Aj.198 (lyr., v.l.), Babr.99.8, AP5.229 (Paul.Sil.), 6.74 (Agath.); cf. ἀνακαγχάζω:—laugh aloud, S.Ichn.348, Ar.Ec.849, Anacreont.31.29, Luc.DMeretr.6.3; ἐπί τινι at one, Eub.8, Luc. Am.23; μέγα κατά τινος Theoc. l. c.; jeer, mock, ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις S.Aj.l.c. (Prob. onomatopoeic, by dissim. fr. χὰ χά 'ha! ha!')
German (Pape)
[Seite 1409] (χάω, χαίνω), fut. dor. καχαξῶ, Theocr. 5, 142, laut lachen, ἀθρόως γελᾶν, VLL. Diese Form ist durch das Metrum geboten Ar. Eccl. 849 Anacr. 31, 29; kann auch Soph. Ai. 198 (hohnlachen) stehen. Erst Sp., wie Luc. amor. 23 (ἐπί τινι) D. meretr. 6, 3 Ath. X, 438 f Poll. 6, 199 haben καγχάζω. Vgl. kichern, cachinnari.
French (Bailly abrégé)
f. καχάξω;
rire aux éclats.
Étym. skr. kákhati, lat. cachinnare.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καχάζω, ook καγχάζω, aor. ἐκάχασα in compos. (ἀνα -); Dor. fut. καχαξῶ schaterlachen.
Russian (Dvoretsky)
κᾰχάζω: (дор. fut. καχαξῶ) громко смеяться, хохотать (Anacr., Soph., Arph.; κατά τινος Theocr. и τινί Luc.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κᾰχάζω: Δωρ. μέλ. καχαξῶ, γελώ δυνατά, σε Σοφ., Θεόκρ. (ηχομιμ. λέξη, πρβλ. Λατ. cachinnari).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰχάζω: Δωρ. μέλλ. καχαξῶ, Θεόκρ. 5. 142·- (πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ. ὡς τὸ καγχαλάω, Λατ. cachinnor), (ἐκ τοῦ κατὰ τὸν γέλωτα ἐπαναλαμβανομένου συχνὰ φθόγγου χα- χα- χα-, πρβλ. τὸ σημερινὸν χαχανίζω ἢ καχανίζω, ἐπὶ τοῦ ἠχηροῦ γέλωτος τῶν ἀνδρῶν, ὡς τὸ κιχλίζω, ἐπὶ τῶν γυναικῶν), Κλήμ. Ἀλεξ. 196· ἀθρόως, ἀφθόνως καὶ ἀμέτρως γελῶ, (ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «ἀθρόως, ἀπαιδεύτως γελῶ»). Καγχάζω, ἠχηρῶς γελῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 849, Ἀνακρεόντ. 34, 29, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 3· ἐπί τινι, διά τι, Εὔβουλ. ἐν «Δαμ.» 1, Λουκ. Ἔρωτες 23· μέγα κατά τινος Θεόκρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως μετά τινος σημασίας καταφρονήσεως ἢ ἐμπαιγμοῦ, ἁπάντων καχαζόντων γλώσσαις Σοφ. Αἴ. 199.- Τὰ Ἀντίγραφα συχνάκις παρέχουσι τὴν γραφὴν καγχάζω (ὡς ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D, ἀνεκάγχασε Πολ. 337Α), καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Βαβρ. 99. 8, λύκος δ’ ἐπ’ αὐτῷ καγχάσας, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 5. 230., 6. 74· ἀλλ’ ὁ παλαιὸς Ἀττ. τύπος ἦτο καχάζω, ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ Σοφ. καὶ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. καχασμός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: laugh loudly (IA, Theoc.).
Other forms: also κακχάζω, καγχάζω (on the gemination and nasalisation Schwyzer 315 a. 647), aor. καχάσαι, fut. καχαξῶ (Theoc.),
Compounds: also with prefix, e. g. ἀνα-, ἐκ-,
Derivatives: καχασμοί pl. (Ar. Nu. 1073, v.l.), κακχαδίαι ἰσχνό-φωνοι H.
Origin: IE [Indo-European] [634] *kha kha ha ha
Etymology: Reduplicated sound-word with comparable forms in several languages: Skt. (gramm.) kákhati, OCS chochotati, OHG kachazzen id., Arm. xaxan-k pl., Lat. cachinnus resounding laughter with cachinnō, -āre; perhaps genetic cognate, which is uncertain. Cf. Pok. 634 and the etym. dict., notably W.-Hofmann s. cachinnō. S. also *κηκάζω.
Middle Liddell
κᾰχάζω,
to laugh aloud, Soph., Theocr. (Formed from the sound, cf. Lat. cachinnari.)
Frisk Etymology German
καχάζω: {kakházō}
Forms: auch κακχάζω, καγχάζω (zur Gemination und Nasalierung Schwyzer 315 u. 647), Aor. καχάσαι, Fut. καχαξῶ (Theok.),
Grammar: v.
Meaning: laut lachen (ion. att., Theok.).
Composita: auch mit Präfix, z. B. ἀνα-, ἐκ-,
Derivative: Davon καχασμοί pl. (Ar. Nu. 1073, v.l.), κακχαδίαι· ἰσχνόφωνοι H.
Etymology: Redupliziertes Schallwort mit nahen Entsprechungen in mehreren Sprachen: aind. (Gramm.) kákhati, aksl. chochotati, ahd. kachazzen laut lachen, arm. xaxan-k‘ pl., lat. cachinnus schallendes Gelächter mit cachinnō, -āre; genetische Verwandtschaft ist möglich aber selbstverständlich unsicher. Vgl. WP 1,336, Pok. 634 und die Spezialwörterbücher, namentlich W.-Hofmann s. cachinnō mit weiteren Formen und Lit. S. auch *κηκάζω.
Page 1,804