Φοινῑκίας: ἄνεμος, ὁ, ὁ ἀπὸ τῆς Φοινίκης πνέων ἄνεμος, δηλ. ὁ Νοτιοανατολικὸς ἄνεμος, Ἀριστ. Μετεωρολ. 2. 6, 10, Ἀριστ. ἢ Θεοφρ. π. Σημ. (Ἀριστ. Ἀποσπ. 237. 5 ἐν λ. εὖρος).