προσκληρόω
English (LSJ)
A allot, assign, attribute, ἀκοσμίαν τινί Phld.Sto.339.16; τούτῳ τῷ βίῳ ἡ τύχη π. σε Luc.Am.3:—Med., fut. -ώσομαι, τιμὴν αὑτῷ Ph.1.339:—Pass., to be assigned, Id.2.366, 381, J.BJ2.20.4; also, to be attached to, Παύλῳ Act.Ap.17.4.
German (Pape)
[Seite 769] zuloofen, durchs Loos wozu wählen, nach dem Loose zutheilen; ὅτι τῷ βίῳ τούτῳ ἡ τύχη σε προσεκλήρωσε, das Schicksal hat dich diesem Leben, d. i. hat dir dies Lebensloos zugetheilt, Luc. amor. 3; ἡ ἑβδομὰς τῷ Μουσαγέτῃ προσκεκλήρωται, Plut. Symp. 9, 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προσκληρόω: ἀπονέμω διὰ κλήρου, τούτῳ τῷ βίῳ ἡ τύχη πρ. σε Λουκ. Ἔρωτ. 3. ― Παθ., ἀπονέμομαι, ἀποδίδομαι, Φίλων 2. 366, 381· προσκολλῶμαι, ἑνοῦμαι, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 4.