A draw water: aor. ἀνήφῠσα Nonn.D.43.31.
ἀναφύσσω: ἀρύω, ἀναρροφῶ, «ὄμβριον ἀζαλέοισιν ἀνήφυσε χείλεσιν ὕδωρ» Νόνν. Δ. 43. 31.