ἀρύω

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρύω Medium diacritics: ἀρύω Low diacritics: αρύω Capitals: ΑΡΥΩ
Transliteration A: arýō Transliteration B: aryō Transliteration C: aryo Beta Code: a)ru/w

English (LSJ)

(A) [ᾰ], Simon.45, Att. ἀρύτω [ῠ] Pl.Phdr.253a; Aeol. part.
A ἀρυτήμενοι Alc.47: impf. ἤρῠον Hes.Sc.301; ἄρυον Hsch.: aor. ἤρῠσα Pherecr.138, X.Cyr.1.3.9:—Med., ἀρύτομαι Ar.Nu.272; ἀρύομαι Aeschin.Socr.11, AP9.37 (Tull. Flacc.), etc.: fut. ἀρύσομαι [ῠ] AP9.230 (Honest.), Luc.DMar.6.1: aor. ἠρῠσάμην Plu.2.516c; opt. ἀρῠσαίμην E.Hipp.209 (lyr.); inf. ἀρύσασθαι X.Cyr.1.2.8; part. ἀρυσάμενος Hdt. 8.137, Ep. ἀρυσσάμενος Hes.Op.550:—Pass., aor. ἠρύθην, ἀπαρῠθείς Alex.45.6; also ἀρυσθείς Hp.Nat.Puer.25, Plu.2.690b:—draw water, wine, etc., τοὶ δ' ἤρυον others drew off the must, Hes.Sc.301; ἀρυόντεσσιν.. ὕδωρ Simon.45; ἐκ πιθῶνος ἤρυσαν ἄκρατον Pherecr. l. c.; ἀρύσαντες ἀπ' αὐτῆς [τῆς φιάλης] τῷ κυάθῳ X.Cyr.1.3.9; μέλισσαι νέκταρ ἀρύουσιν Lyr.Alex.Adesp.7.18: metaph., κἂν ἐκ Διὸς ἀρύτωσιν if they draw inspiration from Zeus, Pl.Phdr.253a.
II Med., draw water for oneself, ἀρυσσάμενος ποταμῶν ἄπο having drawn water from... Hes.Op.550; σφῷν ἀρύσασθαι Pherecr.130.5; ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ X.Cyr.1.2.8; ἐκ τοῦ κρατῆρος Pl.Criti.120a: c. acc., ἀρύσασθαι ὑδάτων πῶμα E.Hipp.209; ἀ. ἐκ τῶν ποταμῶν μέλι καὶ γάλα Pl. Ion534a: c. gen. partit., ὑδάτων ἀ. πρόχοισι Ar.Nu.272; ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου having (as it were) drawn the rays of the sun into his bosom, Hdt.8.137: generally, draw in, τροφῆς καὶ πνεύματος Diog.Bab. ap. Gal.5.281; μαντικῆς Plu.2.411f; πλοῦτον Id.Caes. 29; καιροῦ καὶ τύχης Eun.Hist.p.256 D.
2 of stars rising from the sea, οἵ τ' ὠκεανοῦ ἀρύονται ἀστέρες Arat.746.

(B), only in Lexx., ἀρύει· ἀντὶ τοῦ λέγει, βοᾷ, Hsch.; ἀρύουσαι· λέγουσαι, κελεύουσαι, Id. (Syrac., acc. to EM134.12):—Med., ἀρύσασθαι· ἐπικαλέσασθαι, Hsch.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰρῠ-]
• Morfología: [act. impf. ἄρυον Hsch.; med. aor. part. ἀρυσσάμενος Hes.Op.550, pas. ἀρυσθέν Hp.Nat.Puer.25; perf. part. ἀρηρυμένου Hsch.]
I 1sacar agua o vino para escanciar a otros οἱ γε μὲν ἐτράπεον, τοὶ δ' ἤρυον unos pisaban (la uva), otros sacaban el mosto Hes.Sc.301, σιγήσας ἄρυσαι AP 9.37 (Tull.Flacc.), ἀπ' αὐτῆς (φιάλης) τῷ κυάθῳ X.Cyr.1.3.9, cf. Simon.72b
c. ac. int. κἀκ πιθῶνος ἤρυσαν ἄκρατον Pherecr.147, νεκταρέης ... ἀμεμφέα βότρυν ὀπώρης Nonn.D.24.229, ἐκ βυθίων λαγόνων ... βεβιημένον ὕδωρ Nonn.Par.Eu.Io.4.15, en v. pas. ἀρυσθὲν τὸ ὕδωρ τοῦ χειμῶνος el agua sacada en invierno Hp.l.c., cf. Plu.2.690b
en v. med. sacar agua para uno mismo, como explicación al fenómeno de las lluvias ἀὴρ ... ἀρυσσάμενος ποταμῶν ἀπὸ αἰεναόντων Hes.Op.l.c., cf. οἱ τ' ὠκεανοῦ ἀρύονται ἀστέρες las estrellas que surgen del océano (ref. a la llegada de Arturo con el anuncio de las lluvias), Arat.746
gener. para beber φέρονται δὲ οἴκοθεν ... κώθωνα, ὡς ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ ἀρύσασθαι X.Cyr.1.2.8, διψῶν ... ἠρύσατο τῆς πηγῆς Plu.2.516c, ἀρυσάμενοι ἀγγείῳ Plu.2.690b
c. ac. int. ἔνθα χερνίβεσσιν ἀρύεται τὸ Μοισᾶν ... ὕδωρ Simon.72a, τὰς θυγατέρας ... πέμπει ὕδωρ τε ἀρυσομένας Luc.DMar.8.1, εἰς στόμα ... χερσὶ ... βαθυνομένῃσιν ἀρύετο πάτριον ὕδωρ Nonn.D.42.93, cf. Hierocl.Facet.96, Pamprepius 3.61, ἀπὸ κρηνῖδος καθαρῶν ὑδάτων πῶμ' ἀρυσαίμαν E.Hipp.209
c. otros líquidos extraer, sacar ὥσπερ αἱ βάκχαι ἀρύονται ἐκ τῶν ποταμῶν μέλι καὶ γάλα Pl.Io 534a, cf. Aeschin.Socr.11c.
2 libar (μέλισσαι) τὸ γλυκὺ νέκταρ Lyr.Alex.Adesp.7.18, en v. med., fig. ἀρύσῃ Πιερίδων χάριτας libaras la gracia de las Musas, AP 9.230 (Honest.).
II fig. en v. med.
1 coger, atraer hacia sí con gen. ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου metiendo por tres en su regazo el sol (reflejado), Hdt.8.137
sacar provecho, explotar c. gen. ὃ πρῶτον τροφῆς ... ἀρύεται (el corazón es) el primero que saca provecho del alimento Diog.Bab.Stoic.3.216, ἀρύεσθαι μαντικῆς Plu.2.411f, c. ac. τὸν Γαλατικὸν πλοῦτον ἀρύεσθαι explotar la riqueza de los galos Plu.Caes.29.
2 impetrar c. ac. εὐδοκίαν παρὰ κυρίου Sm.Pr.8.35.
• Etimología: De Ϝαρύω < *°Hr- ‘agua’, cf. ai. vā́ragua’, toc. A. wär, B war.
sólo en lexicógrafos ἀρύει· ἀντιλέγει. βοᾷ Hsch., ἀρύσασθαι· ἐπικαλέσασθαι Hsch., τὸ ἀρύειν, ὅπερ ἐπὶ τὸ ἐπικαλεῖσθαι ἔταττον, καὶ μάλιστα Συρακούσιοι ... EM 134.126.
• Etimología: Rel. lat. ōro, arm. uranam, het. aruwai de la raíz *eH3r- en grado ø, v. ἀρνέομαι.

German (Pape)

[Seite 364] fut. ἀρύσω, schöpfen, Wasser herausschöpfen, Hes. Sc. 301; auch im med., Op. 548; att. Form, Ar. Nub. 273; med., ἐκ τοῦ κρατῆρος Plat. Critia 120 a; ἐκ τῶν ποταμῶν μέλι καὶ γάλα ἀρύτονται Ion. 534 a; ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Xen. Cyr. 1, 2. 8; übtr., ψυχὴν ἀπὸ στηθέων Ap. Rh. 3, 1015. Übh., sich erwerben, μισθόν, πλοῦτον, Sp., wie Plut. Bei Arat. Dios. 14, ὠκεανοῦ ἀρύονται, sie schöpfen sich heraus, tauchen auf aus dem Ocean.

French (Bailly abrégé)

1f. ἀρύσω, ao. ἤρυσα, pf. ἤρυκα;
puiser : ἀπό τινος dans un vase, à une source, etc.
Moy. ἀρύομαι puiser pour soi : ἀπό τινος, ἔκ τινος, τινος à qch (à l'eau d'une source, d'un fleuve, etc.) ; fig. ἄ. πλοῦτον PLUT gagner une fortune.
Étymologie: DELG pas d'étym. sûre -- Babiniotis pê apparenté à εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρύω:
1 тж. med. черпать (ἀπὸ τῆς φιάλης Xen.; med. ἀπὸ ποταμοῦ Hes., Xen. и ἐκ ποταμοῦ Plat.; ὑδάτων Her.; ὑδάτων πῶμα Eur.; ἀγγείῳ Plut.): ἐκ Διὸς ἀ. Plat. получать вдохновение от Зевса; ἀρύσασθαι μαντικῆς Plut. преисполниться пророческим даром;
2 med. захватывать, собирать (τὸν Γαλατικὸς πλοῦτον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρύω: Σιμων. 55. Ἀττ. ἀρύτω [ῠ], Πλάτ. Φαῖδρ. 253Α (πρβλ. ἀνύω, ἀνύτω): παρατ. ἤρυον Ἡσ. Ἀσπ. 301: ἀόρ. ἤρῠσα Φερεκρ. ἐν «Πετάλῃ» 5, Ξεν.: ― Μέσ., ἀρύτομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 272, ἀρύομαι Ἀνθ., κτλ. (πρβλ. ἀρύσσομαι): μέλλ. ἀρύσομαι Ἀνθ. Π. 9. 230, Λουκ.: ἀόρ. ἠρῠσάμην Πλούτ.· εὐκτ. ἀρῠσαίμην Εὐρ. Ἱππ. 210 (λυρ.), ἀπαρ. ἀρύσασθαι Ξεν., μετ. ἀρῠσάμενος Ἡρόδ., Ἐπ. ἀρυσσάμενος Ἡσ.: ― Παθ., ἀόρ. ἠρύθην, ἀπαρῠθεὶς Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6, 6· ὡσαύτως, ἠρύσθην Ἱππ. 244. 44 καὶ 49, Πλούτ. 2. 690C· ἀντλῶ ὕδωρ ἢ οἱονδήποτε ἄλλο ὑγρόν, οἵγε μὲν ἐτράπεον, τοὶ δ’ ἤρυον, οἱ μὲν ἐπάτουν τὰς σταφυλὰς οἱ δὲ ἐλάμβανον τὸ γλεῦκος ἐκ τοῦ ὑποληνίου, Ἡσ. Ἀσ. 301· ἀρυόντεσσιν... ὕδωρ Σιμων. 55· ἐκ πιθῶνος ἤρυσαν ἄκρατον Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀρύσαντες ἀπ’ αὐτῆς (τῆς φιάλης) τῷ κυάθῳ Ξεν. Κύρ. 1. 3. 9· μεταφ., κἂν ἐκ Διὸς ἀρύτωσιν, καὶ ἂν ἐκ τοῦ Διὸς λαμβάνωσιν ἔμπνευσιν, Πλάτ. Φαῖδρ. 253Α. ΙΙ. Μέσ. ἀντλῶ, λαμβάνω ὕδωρ (δι’ ἐμαυτόν), ἀρυσάμενος ποταμῶν ἄπο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 548· σφῶν ἀρύτεσθαι Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 5· ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8· μετ’ αἰτ., ἀρύσασθαι ὑδάτων πῶμα Εὐρ. Ἱππ. 210· ἀρ. ἐκ τῶν ποταμῶν μέλι καὶ γάλα Πλάτ. Ἴων 534Α· μετὰ γεν. διαιρετ., ἀρύτεσθαι Νείλου ὑδάτων, ἀντλεῖν ἐκ τῶν ὑδάτων τοῦ Νείλου, Ἀριστοφ. Νεφ. 272· οὕτως, ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου, ἀντλήσας (οὕτως εἰπεῖν) ἐκ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ, Ἡρόδ. 8. 137· μεταφ., ἀρ. μαντικῆς Πλούτ. 2. 411F. 2) Ἐν Ἀράτῳ 746, ἐπὶ ἀστέρων, ὠκεανοῦ ἀρύονται, ἀνασύρουσιν ἑαυτούς, δηλ. ἀνατέλλουσιν ἐκ τοῦ ὠκεανοῦ, ἔνθα ὁ Βουττμ. καὶ Schneid. αἴρονται. 3) ἀρυτήμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἀρύτημι) Ἀλκαῖος παρ’ Ἀθην. 38Ε (47 Bgk.) ἐκ διορθ. Seidl. ἀντὶ τοῦ ἀρητύμενοι.

Greek Monolingual

(και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω)
μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές
αρχ.
1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό
2. μέσ. α) υδρεύομαι
β) (για αστέρια) ανατέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι σύνθετο < Fαρ- (πρβλ. σανσκρ. vār- «νερό») + (ενεστ.) ύω (πρβλ. αφ-ύω, αύω) δεν είναι ικανοποιητική, ενώ η ετυμολόγηση του τ. < Fαρύω (πρβλ. (F)αρυσσάμενος, Ησίοδ.) συνδέει το ρ. αρύω με το αρμ. gerem «αιχμαλωτίζω, παίρνω» (πρβλ. καλύπτω με αρχ. ιραν. celim). Τέλος, με μεταπτωτική μεταβολή της ρίζας του (Fαρ-υ / Fερ-σχετίζεται το αρύω με το ευρίσκω (πρβλ. βαρύς -βρίθω) καθώς και με το αρχ. ιραν. fūar «πέτυχα, βρήκα» και πιθ. με το μεσαίων, ιραν. feraim «χύνω, αποβάλλω». Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ο τ. αρύτω (πρβλ. ανύω -ανύτω), ενώ στη Λεσβιακή παραδίδεται μτχ. αρυτήμενοι < (ρ.) αρυτέω. Το ρ. αρύω απαντά στον Ησίοδο, στην Ιωνική -Αττική και την Κοινή, με βασική σημασία «αντλώ», έχει δε παράλληλη σημασιολογική χρήση με το ρ. αφύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. αρυστήρ, αρύταινα, αρυτήρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αναρύτω, απαρύω και απαρύτω, διαρύω και διαρύτω, εξαρύω, επαρύτω].

Greek Monotonic

ἀρύω: Αττ. ἀρύτω [ῠ], παρατ. ἤρυον, αόρ. αʹ ἤρῠσα — Μέσ. μέλ. ἀρύσομαι [ῠ], αόρ. αʹ ἠρῠσάμην, Επικ. μτχ. ἀρυσσάμενος — Παθ. αόρ. αʹ ἠρύθην [ῠ]· αντλώ νερό ή οποιοδήποτε άλλο υγρό, ἀρυσσάμενος ποταμῶν ἄπο, έχω τραβήξει, αντλήσει νερό από τα ποτάμια, σε Ησίοδ.· ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, σε Ξεν.· με αιτ., ἀρύσασθαι πῶμα, σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., ἀρύτεσθαι Νείλου ὑδάτων, αντλεί από τα νερά του Νείλου, σε Αριστοφ.· ἐςτὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου, άντλησε από τις ακτίνες του ήλιου στον κόλπο του, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: v.
Meaning: draw (water) (Hes.).
Other forms: Aor. ἀρύσαι
Dialectal forms: with τ-enlargement (Schwyzer 704) Att. ἀρύτω, Lesb. (Alk.) ἀρυτήμενοι
Compounds: οἰν-ήρυσις (Ar.)
Derivatives: ἀρυστήρ, -ῆρος m. spoon. ἄρυσ-τις f. ladle (S.); Schwyzer 504, Chantr. Form. 275f. ἀρυσάνη (Timo), cf. λεκάνη etc.; ἄρυσος m. wicker-basket (Hdn.), cf. τάμισος, πέτασος etc., Schwyzer 516, Chantr. Form. 435.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Frisk, Eranos 50, 1952, 1-8 takes it as *Ϝαρύω (cf. (Ϝ)αρυσσάμενος Hes. Op. 550) and connects Arm. gerem (take) prisoner), and εὑρίσκω find (as *uer-) and OIr. fūar inveni; the Greek -α- would be a problem, in spite of Frisk's comparisons; most uncertain. (S. also εἴρερον.)
2.
Grammatical information: v.
Meaning: speak, cry only in glosses: ἀρύει ἀντὶ <τοῦ> λέγει, βοᾳ̃; ἀρύουσαι λέγουσαι, κελεύουσαι; ἀρύσασθαι ἐπικαλεσασθαι H.
Dialectal forms: Acc. to EM 134, 12 it is Syracusan.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Not to ἀρνέομαι (s.v.) with Meillet BSL 26, 19f. Latte corrects to ἀπύει = ἠπύει.

Middle Liddell

to draw water or any liquor for others, Hes., Xen.:—Mid. to draw water for oneself, ἀρυσσάμενος ποταμῶν ἄπο having drawn water from the rivers, Hes.; ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Xen.; c. acc., ἀρύσασθαι πῶμα Eur.; c. gen. partit., ἀρύτεσθαι Νείλου ὑδάτων to draw of the waters of the Nile, Ar.; ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου having (as it were) drawn the rays of the sun into his bosom, Hdt.

Frisk Etymology German

ἀρύω: 1.
{arúō}
Forms: mit τ-Erweiterung (Schwyzer 704) in att. ἀρύτω, lesb. (Alk.) ἀρυτήμενοι, Aor. ἀρύσαι
Grammar: v.
Meaning: schöpfen (seit Hes.).
Derivative: Mehrere Ableitungen: ἀρυστήρ, -ῆρος m. Löffel, Kelle, auch als Flussigkeitsmaß (Alk., Semon., Hdt. usw.); daneben ἀρυτήρ (Dsk., Pap.). Fem. ἀρυστρίς, -ίδος (AP), gewöhnl. ἀρύταινα ib. (Ar., Antiph., Thphr., Pap.) mit direkter Anlehnung an ἀρύτω, s. Chantraine Formation 109; Deminutivum ἀρυταίνιον (Lebena IIa). — ἄρυστις f. Löffel (S.); zur Bildung und zum Lautlichen Schwyzer 504, Chantraine 275f.; dagegen in Komposita ἐτν-, ζωμ-, οἰνήρυσις (Kom. usw.; das Simplex ἄρυσις nur Afric. Kest.). Deminutivum ἀρύστιχος m. (Kom., Aegina). — Im selben Sinn noch ἀρυσάνη (Timo), vgl. λεκάνη und andere Gerätenamen Chantraine 198, außerdem Stang Symb. Oslo. 2, 65f.; ἀρυσᾶς (Delos), wohl ehestens Berufsbezeichnung Schöpfer (Schwyzer 461 m. Lit.); in der Bedeutung dagegen abweichend ἄρυσος m. Weidenkorb (Hdn.), vgl. τάμισος, πέτασος und andere griechische, bzw. fremde Nomina auf -σος Schwyzer 516, Chantraine 435. — Dazu noch die Adjektiva ἀρυτήσιμος (wie von *ἀρύτησις, AP) und ἀρύσιμος schöpfbar, trinkbar (Sch.), vgl. Arbenz, Die Adj. auf -ιμος 100f.; ἀρυστικός zum Schöpfen dienend (Ael.).
Etymology: ἀρύω steht wahrscheinlich für *ϝαρύω (vgl. (ϝ)αρυσσάμενος Hes. Op. 550) und kann als primäres zweisilbiges Verb (mit sekundärem σ in ἀρυστήρ u. a.) zu arm. gerem ‘(gefangen) nehmen’, weiterhin zu εὑρίσκω finden und air. fūar inveni gehören, vielleicht auch zu mir. feraim ausgießen. Ablautsmäßig verhält sich (ϝ)αρύω zu εὑρίσκω wie βαρύς zu βρίθω; zu (ϝ)αρύω: arm. gerem vgl. καλύπτω: air. celim. — Frisk Eranos 50, 1ff. mit semantischen Parallelen und Kritik anderer Erklärungsversuche. S. auch εἴρερον.
Page 1,157-158
2.
{arúō}
Forms: nur lexikalisch belegt: ἀρύει· ἀντὶ <τοῦ> λέγει, βοᾷ; ἀρύουσαι· λέγουσαι, κελεύουσαι; ἀρύσασθαι· ἐπικαλέσασθαι H. Nach EM 134, 12 syrakusanisch.
Grammar: v.
Meaning: sprechen, rufen
Etymology: Unerklärt. Von Meillet BSL 26, 19f. zu ἀρνέομαι (s. d.) gezogen. Man könnte auch bei (ϝ)ερῶ usw. sagen Anschluß finden.
Page 1,158

Mantoulidis Etymological

(=ἀντλῶ νερό, κερδίζω). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα αρ- (τοῦ ἄρδω). Θέμα ἀρυ+ω = ἀρύω.
Παράγωγα: ἀρύταινα (=δοχεῖο λαδιοῦ), ἀρυταινοειδής, ἀρυτήρ (=κουτάλα), ἀρυτήσιμος (=πόσιμος), ζωμάρυστρονζωμήρυσις (=κουτάλα ζωμοῦ), οἰνήρυσις (=δοχεῖο γιά κρασί), ἐτνήρυσις (=κουταλάκι σούπας).