ἐναποσημαίνω

Revision as of 10:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A indicate or point out in, ἱστορίᾳ Plu.Cim.2:—Med., impress or stamp on a thing, σεισμοὶ τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr. Im.2.17, cf. Ph.1.291.

German (Pape)

[Seite 828] darin andeuten, τῇ ἱστορίᾳ Plut. Cim. 2. – Med., darin wie ein Siegel abdrücken, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποσημαίνω: ἀποσημαίνω ἐν, δεικνύω ἔν τινι, ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Πλουτ. Κίμ. 2: ‒ Μέσ., καθάπερ ἡλιακῆς ἀλέας ἐναποσημαίνεταί τι Κλήμ. Ἀλ. 792, Φιλόστρ. 836.