μακρολογέω
English (LSJ)
A speak at length, use many words, Pl.Grg.465b, Tht.163d, Isoc.3.63, Arist.Rh.Al.1440b36, etc.; περί τινος Hp.Art.43; τὰ ῥηθέντα τί ἄν τις -λογοίη X.HG4.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
μακρολογέω: ὡς καὶ νῦν, πολυλογῶ, Πλάτ. Γοργ. 645Β, Θεαίτ. 163D, κ. ἀλλ.· περί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μετ᾿ αἰτ. πράγμ., λέγω πολλὰ περί τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 13· ‒ ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Κλήμ. Ἀλ. 203.