νεικείω

Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

   A = νεικέω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 236] poet. = νεικέω, w. m. s. Davon hat Hom. νεικείω, Il. 4, 359, νεικείῃσι, 1, 579, νεικείῃ, Od. 17, 189, νείκειον, 22, 26, νεικείεσκε, Il. 2, 221. 4, 241. 19, 86, νεικείειν u. νεικείων.

Greek (Liddell-Scott)

νεικείω: Ἰων. ἀντὶ νεικέω, ὃ ἴδε.