ἀπορέγω

Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A stretch out, Hp.Fract.1.

German (Pape)

[Seite 321] ausstrecken, Hippocr.; davon geben, B. A. 434.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορέγω: ἐκτείνω πρὸς τὰ ἔξω, παρέχω, ἐπιδεόμενος τὴν χεῖρα ἀπορέγει Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, «ἀπο[ρ]ρέξαντες, ἀπομερίσαντες, ἀπόμοιραν δόντες» Ἁρποκρ., κατὰ τὰ Α. Β. «ἀπορέξαι, δοῦναι» κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπορέγειν τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι».