Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ον, (σῶμα)
A bulky, fat, Hippiatr.9.
[Seite 988] wohlbeleibt, dick, Sp.
ἐπίσωμος: -ον, (σῶμα) σωματώδης, «γεμᾶτος», ἐν τῷ συγκρ., ἐπισωμότερον Διοσκ. 175 (176).