Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίσωμος

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσωμος Medium diacritics: ἐπίσωμος Low diacritics: επίσωμος Capitals: ΕΠΙΣΩΜΟΣ
Transliteration A: epísōmos Transliteration B: episōmos Transliteration C: episomos Beta Code: e)pi/swmos

English (LSJ)

ἐπίσωμον, (σῶμα) bulky, fat, Hippiatr.9.

German (Pape)

[Seite 988] wohlbeleibt, dick, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσωμος: -ον, (σῶμα) σωματώδης, «γεμᾶτος», ἐν τῷ συγκρ., ἐπισωμότερον Διοσκ. 175 (176).

Greek Monolingual

ἐπίσωμος, -ον (AM)
νεοελλ.
(εντομ.) το αρσ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
ογκώδης, σωματώδης, γεμάτος.