ές,
A working at the fire, Man.1.78.
[Seite 823] ές, in oder am Feuer arbeitend, ἄνδρες, Feuerarbeiter, Maneth. 1, 78.
πῠροεργής: -ές, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ πυρός, Μανέθων 1. 78.