διψηρός
English (LSJ)
ά, όν,
A = δίψιος, Hp.Aër.7; [οἶνος] Posidipp.34 (s. v. l.):—also διψ-ήρης, ες, Nic.Th. 371.
German (Pape)
[Seite 647] = δίψιος; Arist. H. A. 10, 2; Strab. VIII, 370 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διψηρός: -ά, -όν, = δίψιος Ἱππ. Ἀέρ. 283, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 2, 9· ― ὡσαύτως διψηλός, Εὐμάθ. 5. 11· καὶ διψήρης, ες, Νίκ. Θ. 371.