ές,
A like meal, meal coloured, Hp.Coac.590.
[Seite 95] ές, mehlartig, Hippocr.
ἀλητοειδής: -ές, ὡς ἄλευρον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῡ ἀλεύρου, Ἱππ. Κωακ. 217.