διαφραδής
English (LSJ)
ές,
A distinct, of sound: in Adv. -έως Hp.Loc. Hom. 2.
Greek (Liddell-Scott)
διαφρᾰδής: -ές, διακεκριμένος, σαφής, ἐπὶ ἤχου· ἐν τῷ ἐπιρρ. -έως, Ἱππ. 408. 39.
ές,
A distinct, of sound: in Adv. -έως Hp.Loc. Hom. 2.
διαφρᾰδής: -ές, διακεκριμένος, σαφής, ἐπὶ ἤχου· ἐν τῷ ἐπιρρ. -έως, Ἱππ. 408. 39.