σαφής
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
σαφές, gen. σαφέος, contr. σαφοῦς,
A clear, plain, distinct, of things heard, perceived, or known, σαφὲς δ' οὐκ οἶδα h.Merc.208 (Hom. only has adverb σάφα, q.v.); μῦθος A.Pr.641; λόγος Id.Ag.1047; χρησμός Ar. Lys.777; κτύπος S.OC1501; φθέγματ' ὀρνίθων Id.El.18; γράμματα distinctly legible, OGI665.12 (Egypt, i A.D.); τὰς κλεῖς ἔχουσι σαφεῖς prominent collar-bones, Gal.17(2).97: generally, clear or manifest to the mind, σ. ἀρετά Pi.I.1.22; τέκμαρ Id.N.11.43; σημεῖα S.El.23; πρόνοια Id.OT978; τεκμήριον E.Hipp.926; πίστις Th.1.35 (Sup.); βάσανος Pl.Lg.957d; σ. τοῦτο παντὶ ὅτι . .it is manifest that... Id.Phdr.239e; σ. τι . . λέξον A.Pers.705; σαφῆ δ' ἀκούεις Id.Supp.948; σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρων Id.Th.40; σαφὲς καταστῆσαί τι to make it quite clear, Th.1.140, cf. 3.40; τῶν γενομένων τὸ σ. the clear truth, Id.1.22; σοφόν τοι τὸ σ., οὐ τὸ μὴ σ. E.Or.397.
2 of persons (mostly Trag.), σ. ἄγγελος A.Th.82 (lyr.); φίλος E.Or.1155; μηνυταί Pl.Lg.918a; especially of seers, oracles, prophets, sure, unerring, S. OT390, 1011, OC623; accurate, γραμματεύς A.Fr.358.
II Adv. σαφῶς, Ion., etc. σαφέως, h.Cer.149, and freq. in Hdt., esp. (like σάφα) with Verbs of saying, hearing, knowing, clearly, plainly, distinctly, σαφέως φράσαι 2.31; δηλοῦν ib.44; ἐπίστασθαι 8.88; δεῖξαι A.Pr. 914; εἰδέναι S.El.660; σαφέως μαρτυρήσω Pi.O.6.20; φράσσατέ μοι σ. Id.P.4.117; ἤκουον σ. S.Ph.595, etc.; εὖ γὰρ οἶδ' ἐγὼ σ. Ar.Pax 1302.
2 clearly, manifestly, σ. μ' ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν A.Pr.389; πρὸς γυναικὸς ἦν σ. Id.Ag.1636; κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σ. S.Ph.40; σ. φρόνει be well assured of it, ib.810; σ. ᾔρετο ἡ δύναμις Th.1.118; σ. ἀπολωλέναι to be undoubtedly dead, X.Cyr.3.2.15; πήγνυμαι σ. Antiph.166.7; ὡς κεχρημένη σ. σιδήρῳ καὶ φοροῦσα τοὔνομα (sc. Σιδηρώ) S.Fr.658; τῶν σ. ἀποχειροβιώτων X.Cyr.8.3.37, cf. Smp.4.32.
3 in affirmative answers, yes obviously, ib.60.
4 Comp. σαφέστερον A.Ch.735,767, Pl.Prt.352a, al.; σαφεστέρως Arist.Metaph.986b30 (as v.l.): Sup. σαφέστατα A.Ag.38, S.OT286, Ar.Pl. 46, Pl.Phd.58d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 clair, manifeste, évident : τὸ σαφές THC ce qui apparaît clairement, l'évidence ou la clarté, la précision ; σαφές (ἔστι) ὅτι, ὡς XÉN il est clair, évident que;
2 véritable, sûr, en qui on peut avoir confiance : φίλος XÉN ami sûr ; σαφῆ λέγειν PLAT dire des choses sûres ; τὰ σαφέστατα THC les traditions les plus certaines;
Cp. σαφέστερος, Sp. σαφέστατος.
Étymologie: R. Σαπ, avoir du goût, de la saveur, apparenté à σοφός ; cf. lat. sapere, sapor, sapiens.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σᾰφής -ές duidelijk, duidelijk onderscheiden:; φθέγματ’ ὀρνίθων σαφῆ heldere klanken van vogels Soph. El. 18; κτύπος σαφὴς αὐτῶν een duidelijk van hen afkomstig dreunend geluid Soph. OC 1501; λέξεως... ἀρέτη σαφῆ εἶναι het is een kwaliteit van taalgebruik om duidelijk te zijn Aristot. Poët. 1458a18; adv.. σαφῶς διαλέγεσθαι op gearticuleerde wijze praten Plat. Grg. 485b. duidelijk, zeker, betrouwbaar:; σαφὴς ἔτυμος ἄγγελος een echt betrouwbare bode Aeschl. Sept. 82; σαφεστάτη πίστις de beste waarborg voor vertrouwen Thuc. 1.35.5; subst. τὸ σαφές de waarheid:; τῶν γενομένων τὸ σαφές de precieze toedracht van de gebeurtenissen Thuc. 1.22.4; τὰ σαφέστατα de grootste betrouwbaarheid Thuc. 1.9.2; adv.. σαφῶς ἀπολωλέναι νομίσαντες in de vaste overtuiging dat het met ons gedaan was Xen. Cyr. 3.2.15.
German (Pape)
ές (vgl. sapio, σοφός), klar, einleuchtend, verständlich, deutlich, auch zuverlässig, wahrhaft; H.h. Merc. 208; ἀρετά, Pind. I. 1.22; τέκμαρ, N. 11.43; τέθμιον σαφέστατον, I. 5.20; σαφεῖ δὲ μύθῳ πᾶν πεύσεσθε, Aesch. Prom. 644; σαφὴς ἔτυμος ἄγγελος, Spt. 82, und oft; μάντις, Soph. O.R. 390; μῦθος, Eur. Med. 72; φίλος, Or. 1155; τῶν φίλων τεκμήριον σαφές, Hipp. 926, und oft; βάσανος, Plat. Legg. XII.957d; σαφὲς τοῦτό γε παντί, ὅτι, Phaedr. 239e; καὶ βέβαιον, 275c; καὶ ἀψευδὲς πρᾶγμα, Legg. XI.291b; ἐναργὲς καὶ σαφὲς παράδειγμα, Dem. 19.263; πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής, Soph. O.R. 978; σαφῆ σημεῖα φαίνεις, El. 23; ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω; Ant. 401 und sonst; τὸ σαφές, Thuc. 1.22.
• Adv. σαφῶς, ion. σαφέως, H.h. Cer. 149; bes. bei den Verbis »wissen« und »sagen«; σαφὲς λέγειν, Pind. Ol. 13.45; φάναι, ib. 103; ἔμαθε σαφές, P. 2.25; θαέομαι σαφές, 8.45; ἴστω σαφές, I. 6.27; σαφῶς ἐκμάνθανε, Aesch. Prom. 819; εὖ γὰρ σαφῶς τάδ' ἴστε, Pers. 770; ὡς ἂν εἰδὼς ἐννέπω σαφέστερον, Suppl. 908, und öfter; παρ' οὗ τις ἂν σκοπῶν τάδ' ἐκμάθοι σαφέστατα, Soph. O.R. 286; und so Eur., Ar. und a. D. bei »sagen« und »wissen«, wie in Prosa: οὐδὲν εἶχε σαφὲς λέγειν, Plat. Symp. 172d; σαφῶς οὐκ ἤδη μανθάνω τὸ ἁμάρτημα, Phaedr. 242c; σαφῶς μοι καὶ ἀκριβῶς λέγε, Rep. I.336d; ὡς σαφέστατα ἀπαγγεῖλαι, Phaed. 58d, und oft; οὐδέν πω σαφὲς λίγεται, Xen. Cyr. 2.1.5; σαφῶς λέγε, 3.1.12; εἰδέναι, 1.6.19; ἀπολωλέναι, offenbar, unstreitig, 3.2.15; σαφῶς ἐπιδείκνυμι, Isocr. 4.119; und Sp., σαφῶς κατανοεῖν Pol. 1.12.9.
Russian (Dvoretsky)
σᾰφής:
1 ясный, четкий, понятный (λόγος Aesch.; χρησμός Arph.);
2 ясно слышный, отчетливый, внятный (κτύπος, φθέγματα Soph.);
3 проницательный, острый (πρόνοια Soph.);
4 явный, очевидный, достоверный, доподлинный (τεκμήριον Eur.; σημεῖον Soph.);
5 надежный, истинный, верный (ἄγγελος Aesch.; φίλος Eur.; μάντις Soph.). - см. тж. σαφές.
English (Slater)
ςᾰφής clear τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ (N. 11.43) λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ pr. (I. 1.22) τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν (I. 6.20) n. s. pro adv., ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν (O. 13.45) τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές (O. 13.103) ἔμαθε δὲ σαφές (P. 2.25) “θαέομαι σαφὲς” (P. 8.45) ἴστω γὰρ σαφὲς (I. 7.27) ]σαφες ευ[ (Pae. 8.94)
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.)
2. φρ. «σοφόν το σαφές» — η σαφήνεια του λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα τών σοφών ανθρώπων
3. το ουδ. ως ουσ. το σαφές
η σαφήνεια
νεοελλ.
φρ. «γίνομαι σαφής» — αποσαφηνίζω, καθιστώ σαφή την άποψή μου, διευκρινίζω
αρχ.
1. ολοφάνερος («λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετά», Πίνδ.)
2. (για μάντη ή προφήτη) βέβαιος, ασφαλής, αυτός που δεν πλανάται («ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής;», Σοφ.)
3. ακριβής
4. το ουδ. ως ουσ. τo σαφές
η φανερή αλήθεια
5. φρ. α) «σαφές ἐστι» — είναι φανερό
β) «λέγω τι σαφές» — λέω κάτι φανερό
γ) «σαφὲς καθίστημί τι» — διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω κάτι.
επίρρ...
σαφώς / σαφῶς, ΝΑ, και ιων. και δωρ. τ. σαφέως Α
1. (με λεκτικά και γνωστικά ρήματα, καθώς και με όσα σημαίνουν αντιλαμβάνομαι ή ακούω) καθαρά, ολοφάνερα, ευκρινώς, ευδιάκριτα (α. «εκφράστηκε σαφώς» β. «σαφέως φράσαι», Ηρόδ.)
2. (σε καταφατική απόκριση) βεβαίως, μάλιστα, ναι (α. «του το είπες, έτσι; — σαφώς» β. «σαφῶς γε νὴ Δία, πάντες εἶπον», Ξεν.)
αρχ.
1. προδήλως, αναμφίβολα, οπωσδήποτε («κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σαφῶς», Σοφ.)
2. φρ. α) «σαφῶς φρόνει» — να είσαι βέβαιος γι' αυτό
β) «νομίζω σαφῶς ἀπολωλέναί με» — νομίζω ότι σίγουρα θα χαθώ, θα πάω χαμένος (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σάφα.
Greek Monotonic
σᾰφής: σαφές, γεν. σαφέος, συνηρ. σαφοῦς,
I. 1. ξεκάθαρος, απλός, ευκρινής, εκπεφρασμένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ σαφές, η καθαρή αλήθεια, σε Ευρ. κ.λπ.
2. λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για χρησμούς και προφήτες, όπως το certus Apollo του Βιργ., βέβαιος, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, αλάνθαστος, σε Σοφ.
II. επίρρ. σᾰφῶς, Ιων. σαφέως, σαφώς, ξεκάθαρα, σαφῶς φράσαι, δεικνύναι, εἰδέναι, σε Ηρόδ., Αττ.· βεβαίως, προφανώς, ολοφάνερα, προδήλως, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἦν σαφῶς, ήταν προφανές, στον ίδ.· συγκρ. σαφέστερον, υπερθ. σαφέστατα, στον ίδ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰφής: -ές, γεν. έος, συνῃρ. οῦς, σαφής, διακεκριμένος, καθαρός, πρόδηλος, ἐπὶ πραγμάτων ἀκουομένων, νοουμένων ἢ γινωσκομένων, σαφὲς δ’ οὐκ οἶδα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 208, (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. σάφα, ὃ ἴδε)· μῦθος Αἰσχύλ. Πρ. 641· λόγος Ἀγ. 1047· χρησμὸς Ἀριστοφ. Λυσ. 777· κτύπος Σοφ. Ο. Κ. 1501· φθέγματ’ ὀρνίθων Ἠλ. 18· - ἀκολούθως, καθόλου ἐπὶ πραγμάτων, σ. ἀρετὰ Πινδ. Ι. 1. 30· τέκμαρ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 978· τεκμήριον Εὐρ. Ἱππ. 926· πίστις Θουκ. 1. 35· βάσανος Πλάτ. Νόμ. 957D· σαφὲς τοῦτο παντὶ ὅτι.., εἶναι φανερὸν ὅτι…, ὁ αυτ. ἐν Φαίδρ. 239Ε· σ. τι ... λέξον Αἰσχύλ. Προμ. 705· σαφῆ δ’ ἀκούεις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκετ. 948· σαφῆ ἐκ στρατοῦ φέρων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 40· σαφὲς καταστῆσαί τι, κάμνω τι σαφές, κατάδηλον, Θουκ. 1. 140, πρβλ. 3. 40· τὸ σαφές, ἡ φανερὰ ἀλήθεια, ὁ αὐτ. 1. 22· σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σ. Εὐρ. Ὀρ. 397. 2) παρὰ Τραγικ. ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, σ. ἄγγελος Αἰσχύλ. Θήβ. 82· φίλος Εὐρ. Ὀρ. 1155· μηνυταὶ Πλάτ. Νόμ. 917Ε· μάλιστα δὲ ἐπὶ μάντεων, προφητῶν, μαντείων, ὡς παρὰ τῷ Οὐεργιλίῳ certus Apollo, βέβαιος, μὴ πλανώμενος, Σοφ. Ο. Τ. 390, 1011, Ο. Κ. 629· ἀκριβής, γραμματεὺς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 370. ΙΙ. Ἐπίρρ. σᾰφῶς, Ἰων. -έως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 149, καὶ συχν. παρ’ Ἡροδ., μάλιστα (ὡς τὸ σάφα) μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν, γνωστικῶν καὶ τῶν σημαινόντων τὸ ἀκούειν, καθαρῶς καλῶς, διακεκριμένως, σαφέως φράσαι, δηλοῦν, δεικνύναι, εἰδέναι, ἐπίστασθαι, Ἡροδ., Ἀττ.· μαθεῖν Πινδ. Π. 2. 27· ἀκούειν σ. Σοφ. Φιλ. 595· σ. ἤρετο Θουκ. 1. 118, κτλ.· - ἐπιτεταμ., εὖ γὰρ οἶδ’ ἐγὼ σ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1302. 2) φανερῶς, καθαρῶς, βεβαίως, προδήλως, ἀναμφιβόλως, σ. μ’ ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν Αἰσχύλ. Πρ. 387· ἦν σ., ἦτο κατάδηλον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1636· κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σ., Σοφ. Φιλ. 40· σ. φρόνει, ἔσο βέβαιος περὶ αὐτοῦ, αὐτόθι 810· σ. ἀπολωλέναι, εἶμαι ἀναμφιβόλως νεκρός, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15· πήγνυμαι σ. Ἀντιφάνης ἐν «Νεαν.» 1. 7· σ. Σιδηρώ, ὄντως οὕτω κεκλημένη, Σοφ. Ἀποσπ. 573· τῶν σ. ἀποχειροβιώτων Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37, πρβλ. Συμπ. 4, 32. 3) ἐν καταφατικαῖς ἀποκρίσεσι, βεβαίως, μάλιστα, ναί, αὐτόθι 4, 60. - Συγκεκρ. -έστερον, Αἰσχύλ. Χο. 735, 767, συχν. παρὰ Πλάτωνι· σαφεστέρως Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 13· ὑπερθ. σαφέστατα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 38, Σοφ. Ο. Τ. 286, Ἀριστοφ. Πλ. 46, καὶ Πλάτ. (σαφὴς ἦν κατ’ ἀρχὰς ταὐτὸν τῷ σοφός, ὡς γίνεται δῆλον ἐκ τοῦ Εὐρ. Ὀρ. 397 (ἴδε κατωτ.), ἂν καὶ ἐν παιδιᾷ τίθεται ὡς τὸ ἀντίθετον αὐτοῦ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1434, ὁ μὲν σοφῶς γὰρ εἶπεν ὁ δ’ ἕτερος σαφῶς, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 397· - πιθανῶς ἡ ῥίζα δέον νὰ ἀναζητηθῇ ἐν τοῖς Λατιν. sapio, sapor, sapiens, ὥστε ἡ ἐξ ἀρχῆς σημασία τῆς λέξεως θὰ ἦτο σαφής, ὡρισμένη γεῦσις· πρβλ. ὀπός).
Middle Liddell
σᾰφής, ές
I. clear, plain, distinct, manifest, Hhymn., Aesch., etc.; τὸ σαφές the clear truth, Eur., etc.
2. of persons, Aesch., Eur.: of oracles and prophets, as in Virgil certus Apollo, sure, unerring, Soph.
II. adv. σᾰφῶς, ionic σαφέως, plainly, distinctly, well, ς. φράσαι, δεικνύναι, εἰδέναι, Hdt., Attic:— certainly, manifestly, Aesch., etc.; ἦν ς. was manifest, Aesch.:—comp. σαφέστερον, Sup. σαφέστατα, Aesch., etc.
English (Woodhouse)
accurate, clear, evident, explicit, fixed, intelligible, lucid, manifest, open, perspicuous, plain, specific, easy to understand, open unmistakeable, unlying
Lexicon Thucydideum
manifestus, apertus, clear, open, 1.34.2, 1.140.5, 2.50.2, 3.13.1, 3.40.8, 4.22.2. 7.44.4, 7.81.5, 8.15.1,
certus, certain, sure, 1.32.1, 6.45.1, 6.61.1, 8.87.3,
verus, true, 4.50.2,
verum, the truth, 1.22.4, 3.29.2, 3.29.26.60.2, 6.60.4,
COMP. certior, more certain, 5.113.1, 7.44.1.
SUP. certissimus, most certain, 1.9.2, 1.35.5, 1.95.5, 8.87.4.
Translations
clear
Arabic: وَاضِح; Hijazi Arabic: وَاضِح; Armenian: պարզ; Bashkir: асыҡ, аныҡ; Bulgarian: несъмнен; Catalan: clar; Cebuano: tin-aw; Chinese Cantonese: 清楚; Czech: jasný; Danish: klar, tydelig; Dutch: duidelijk; Esperanto: klara; Estonian: ilmne; Finnish: selvä, selkeä, yksikäsitteinen; French: clair, sans ambiguïté; Galician: claro; German: eindeutig, deutlich; Gothic: 𐍃𐌺𐌴𐌹𐍂𐍃; Ancient Greek: σαφής; Hebrew: בָּרוּר; Hungarian: világos, tiszta; Irish: soiléir, follas, follasach; Old Irish: follus; Italian: chiaro, indubbio, semplice; Korean: 명백(明白)하다; Kurdish Central Kurdish: ڕەوان; Latgalian: skaidrys; Latin: clarus; Latvian: skaidrs; Maori: mahuki, pūrangiaho, pūahoaho; Norwegian: klar; Occitan: clar; Ottoman Turkish: بللی; Persian: روشن; Plautdietsch: kloa; Polish: jasny; Portuguese: claro; Quechua: sut'i; Romanian: clar, limpede; Russian: ясный, явный, понятный, чёткий; Scots: clair; Scottish Gaelic: soilleir; Slovene: jasen; Spanish: claro, nítido, obvio, definido; Swedish: klar, tydlig; Telugu: నిస్సందేహము; Thai: ชัด, ชัดเจน; Tocharian B: pākri
trustworthy
Arabic: ثِقَةٌ; Egyptian Arabic: امين; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: betrouwbaar; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: de confiance, digne de confiance, digne de foi, fiable; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: vertrauenswürdig, glaubwürdig; Greek: αξιόπιστος; Ancient Greek: ἀληθινός, ἀξιόπιστος, ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως, βέβαιος, δόκιμος, ἔμπιστος, εὔπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, κεδνός, πιστευτός, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: affidabile, attendibile, credibile, fidato; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរឱ្យទុកចិត្ត; Latin: fidus; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: confiável; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: надёжный, благонадёжный, достоверный, верный; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: fidedigno, fiable, de confianza, confiable, de fiar; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний