A to be or form an island, Plb.3.42.7, 5.46.9. II to be peninsular, Peripl.M.Eux.58.
νησίζω: εἶμαι ὡς νῆσος ἢ σχηματίζω νῆσον, Πολύβ. 3. 42, 7., 5. 46, 9· πρβλ. νησιάζω.