ἐπεξευρίσκω

Revision as of 10:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A devise or discover besides, Hdt.2.160; τι πρὸς ἀσφάλειαν J.AJ15.8.5:—Pass., ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arist.Pol.1331a14.

German (Pape)

[Seite 916] (s. εὑρίσκω), noch dazu erfinden, παρὰ ταῦτα οὐδὲν ἐπεξευρεῖν Her. 2, 160; Arist. Pol. 7, 11 u. Sp., wie Theon. progymn. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεξευρίσκω: προσέτι ἐφευρίσκω, Ἡρόδ. 2. 160. ΙΙ. προσέτι, ἀνακαλύπτω, πολεμικὰς χρείας, τάς τε ἄλλας καὶ τὰς νῦν ἐπεξευρημένας Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11.