ἀνακαλύπτω

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακᾰλύπτω Medium diacritics: ἀνακαλύπτω Low diacritics: ανακαλύπτω Capitals: ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: anakalýptō Transliteration B: anakalyptō Transliteration C: anakalypto Beta Code: a)nakalu/ptw

English (LSJ)

Dor. ἀγκαλύπτω,
A uncover, IG4.952.62 (Epid.); reveal, τι πρός τινα Plb.4 85.6; τινά, i.e. his character, Philoch.20; ἀ. λόγους use open speech, E.IA1146; ἀ. κάρα unveil oneself, Or. 294: so in Med., unveil oneself, X.HG5.4.6.
II remove a covering, βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Arist.Sens.444b25, cf. 2 Ep.Cor.3.14.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀγκ- IG 42.122.62 (Epidauro)
1 c. ac. de cosa descubrir, desvelar τί δῆτά μου κρᾶτ' ἀνεκάλυψας ἡλίῳ; E.HF 1231, κάρα E.Or.294, cf. IG l.c., ποταμοῦ ... πηγάς Plu.2.776e
en v. med. descubrirse, quitarse el velo de hombres disfrazados de mujeres ἦν δὲ σύνθημα, ἐπεὶ καθίζοιντο, παίειν εὐθὺς ἀνακαλυψαμένους X.HG 5.4.6.
2 c. ac. de cosa de ciertas características, abrir, destapar (βλεφάρων) μὴ ἀνακαλυφθέντων Arist.Sens.444b25, cf. 2Ep.Cor.3.14, ἀὴρ χωρήσει καὶ διὰ τῶν ἀνακεκαλυμμένων σωλήνων Hero Spir.2.4, un paquete POxy.1297.9.
3 c. ac. de cosa en contextos de ‘hablardescubrir, revelar esp. palabras ἀνακαλύψω γὰρ λόγους hablaré claramente E.IA 1146, πρὸς τοὺς Ἀχαιοὺς ἀνακαλύπτειν τι τούτων Plb.4.85.6, ἡ δ' ἀν' ἐτῶς πᾶν ἐκάλυψεν ἔπος Call.Fr.75.39.
4 c. ac. de pers. descubrir, revelar el carácter de alguien ἕκαστον ἀνακαλύπτουσι παρρησίαν ἄγοντες Philoch.170, τὸν μόνον ἀληθῆ τοῖς πᾶσιν ἀνεκάλυψε θεόν Eus.LC 10 (p.222.11)
adv. sobre el perf. ἀνακεκαλυμμένως q.u.
5 part. subst. ὁ Ἀνακαλύπτων El Desvelador tít. de una comedia de Filemón, Philem.7, ἡ Ἀνακαλυπτομένη La Desvelada tít. de una comedia de Evángelo, Euang.

German (Pape)

[Seite 191] aufdecken, enthüllen, λόγους, offen sprechen, Eur. I. A. 1146, der Or. 288 ἀνακάλυπτε absolut braucht, entschleiere dich; τὶ πρός τινα, einem etwas eröffnen, Pol. 4, 85, 6. – Med., sich enthüllen, eutschleiern, Xen. Hell. 5, 1, 6 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

découvrir, dévoiler;
Moy. ἀνακαλύπτομαι, ôter son masque, se démasquer.
Étymologie: ἀνά, καλύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακᾰλύπτω:
1 снимать покров, обнажать, открывать (τι Plut.): βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Arst. не поднимая век; ἀ. τι πρός τινα Polyb. открыть (рассказать) что-л. кому-л.; ἀ. λόγους Eur. говорить откровенно;
2 снимать с себя покров, открывать лицо Eur., med. Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακᾰλύπτω: ἀποκαλύπτω, ἐκκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», τι πρός τινα Πολύβ. 4. 85, 6· ἀν. λόγους, μεταχειρίζομαι γλῶσσαν ἐλευθέραν, τὰ λέγω φανερά, Εὐρ. Ι. Α. 1146: ― Μέσ., ἀποκαλύπτω ἐμαυτόν, «ξεσκεπάζομαι», Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Ὀρ. 294 εὕρηται τὸ ἐνεργητ. μετὰ τοιαύτης σημασίας, ἴδε Πόρσ. ἐν τόπῳ (288). ΙΙ. αἴρω κάλυμμά τι, ἀνοίγω, βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 5. 24· οὕτως ἴσως καὶ ἐν τῇ πρὸς Κορ. Ἐπιστ. Β΄, γ΄, 14.

English (Strong)

from ἀνά (in the sense of reversal) and καλύπτω; to unveil: open, (un-)taken away.

English (Thayer)

(passive, present participle ἀνακαλυπτόμενος; perfect participle ἀνακεκαλυμμένος); to unveil, to uncover (by drawing back the veil) (equivalent to גָּלָה, κάλυμμα ... μή ἀνακαλυπτόμενον the veil ... not being lifted (literally, unveiled) (so WH punctuate, see Winer's Grammar, 534 (497); but L T Alford etc. take the participle as a neuter accusative absolutely referring to the clause that follows with ὅτι: it not being revealed that, etc.; (for ἀνακαλύπτω in this sense see Polybius 4,85, 6; ἀνακαλύπτειν συγκάλυμμα, Alex.); ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ with unveiled face, Euripides, Xenophon, (Aristotle, de sens. 5, vol. i., p. 444b, 25), Polybius, Plutarch.)

Greek Monolingual

ἀνακαλύπτω)
νεοελλ.
1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα
2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα
3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό
αρχ.
1. ξεσκεπάζω, φανερώνω
2. αφαιρώ το κάλυμμα, ανοίγω, αποκαλύπτω
3. φρ. «ἀνακαλύπτω λόγους», μιλώ απερίφραστα, ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καλύπτω.
ΠΑΡ. ανακαλυπτήρια, ανακάλυψις
νεοελλ.
ανακαλυπτικός].

Greek Monotonic

ἀνακᾰλύπτω: μέλ. -ψω, αποκαλύπτω, ἀν. λόγους, μεταχειρίζομαι ελεύθερη γλώσα, μιλώ φανερά, σε Ευρ. — Μέσ., αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για καλύπτρα, αφαιρούμαι, αποτραβιέμαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

to uncover, ἀν. λόγους to use open speech, Eur.:—Mid. to unveil oneself, unveil, Xen.: —Pass., of a veil, to be uplifted, NTest.

Chinese

原文音譯:¢nakalÚptw 安那-卡呂普拖
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向上-蓋xx (גָּלָה‎) (יׄוצֵאת‎ / יָצָא‎ / צֵא‎)
字義溯源:揭幕,揭露,被揭開,顯出,敞著,揭去;由(ἀνά)*=上)與(καλύπτω)=遮蓋)組成;其中 (καλύπτω)出自(κλέπτω)*=偷竊),或(κρύπτω)*=隱藏)。這被揭去的帕子是指會幕中隔開至聖所與聖所中間的幔子,這幔子攔阻人去見神;當主耶穌釘死在十字架上時,這幔子就從上到下裂為兩半( 太27:51);也就是說,這幔子在基督裏被揭開而廢去了( 林後3:14)。主耶穌給我們開了一條又新又活的路,使我們得以坦然進入至聖所( 來10:19,20)
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編
1) 既然敞著(1) 林後3:18;
2) 揭去(1) 林後3:14

Translations

reveal

Arabic: كَشَفَ‎; Azerbaijani: üzə çıxarmaq; Bulgarian: разкривам; Catalan: revelar; Chinese Mandarin: 透露, 顯示/显示; Czech: odhalit; Danish: afsløre; Dutch: onthullen, zich ontpoppen; Esperanto: malkaŝi; Estonian: paljastama; Finnish: paljastaa; French: révéler; Galician: revelar; German: enthüllen; Greek: αποκαλύπτω; Ancient Greek: ἀναδηλόω, ἀνακαλύπτω, ἀναπτύσσω, ἀπαμφιάζω, ἀπογυμνόω, ἀπογυμνῶ, ἀποδηλόω, ἀποκαλύπτω, δηλοποιέω, δηλοποιῶ, δηλόω, δηλῶ, διακαλύπτω, διανακαλύπτω, διανοίγω, ἐκκαλύπτω, ἐκμυθέομαι, ἐκφαίνω, ἐκφαντεύω, ἐντρυλλίζω, ἐξαποφαίνω, ἐτάζω, μηνύω, παρασημαίνω, φαίνω, φανερόω, φανερῶ; Hebrew: גילה‎, חשף‎; Hungarian: felfed; Icelandic: afhjúpa; Ido: revelar; Irish: foilsigh; Old Irish: foilsigidir; Italian: rivelare, gettare la maschera, uscire allo scoperto, mostrare se stesso, svelare; Japanese: 現す, 表す, 表わす; Korean: 나타내다, 드러내다; Kurdish Central Kurdish: دەرخستن‎; Latin: acclaro, exhibeo, patefacio, revelo; Macedonian: открива; Malay: dedah; Ngazidja Comorian: upvenua; Norwegian: avsløre; Old Church Slavonic: авити; Old English: ætīewan; Persian: مکشوف ساختن‎; Polish: odkrywać, odkryć, odsłaniać, odsłonić, ujawniać, ujawnić; Portuguese: revelar; Russian: выявлять, раскрывать, показывать; Scots: kithe; Serbo-Croatian: открити, otkriti; Spanish: revelar, propalar; Swahili: -toboa, -dhihirisha; Swedish: uppenbara; Telugu: బయటపెట్టు, వెల్లడించు; Turkish: açığa vurmak; Ugaritic: 𐎁𐎙𐎊; Ukrainian: розкривати, виявляти, показувати, з'ясовувати; Welsh: datguddio; Yiddish: אַנטפּלעקן‎