διαθειόω

Revision as of 10:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A fumigate thoroughly, εὖδιεθείωσεν μέγαρον Od.22.494.

German (Pape)

[Seite 578] (s. θειόω), mit Schwefel durchräuchern; Od. 22, 494 αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν.

Greek (Liddell-Scott)

διαθειόω: καπνίζω τι καλῶς μὲ θεῖον, καθαρίζω ἐντελῶς, εὖ διεθείωσεν μέγαρον Ὀδ. Χ. 494.