θειόω
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
Ep. θεειόω, (θεῖον A)
A fumigate with brimstone, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od.22.482; θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, metaph., from the clothes-cleaner, who used sulphur, Lysipp.4:—Med., δω-μα θεειοῦται he fumigates his house, Od.23.50.
2 purify, hallow, θείου… θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν dub. in E.Hel.866.
3 smear with sulphur, Gal.1.658 (Pass.); ἔριον τεθειωμένον sulphurated, Orib.Fr. 35, Paul.Aeg.3.33.
II in Alchemy, sulphurate, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.153B.
III (θεῖος A) hallow, consecrate, Pl.Lg.771b, Ph.1.374.
German (Pape)
[Seite 1192] (θεῖος), göttlich machen, einem Gotte weihen, Plat. Legg. VI, 771 b u. Sp. ep. θεειόω (θεῖον), schwefeln, mit Schwefel durchräuchern u. reinigen, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od. 22, 482; im med., αὐτὰρ ὁ δῶμα θεειοῦται, er reinigt sich das Haus, 23, 50; als v.l. Eur. Hel. 866. – Nach B. A. 99 auch θεόω, aus Araros belegt.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
consacrer aux dieux, acc..
Étymologie: θεῖος¹.
2épq. θεειόω;
-ῶ :
purifier par le soufre;
Moy. θειόομαι, θειοῦμαι purifier (pour son usage, qch appartenant à soi) par le soufre.
Étymologie: θεῖον².
Russian (Dvoretsky)
θειόω:
I эп. θεειόω θεῖον II] окуривать серой, очищать серным дымом (μέγαρον, med. δῶμα Hom.; αἰθέρος μυχόν Eur.).
II θεῖος II] делать божественным, освящать именем богов (τὴν διανομήν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θειόω: Ἐπ. θεειόω, (θεῖον) καπνίζω μὲ θεῖον, καπνίζω καὶ καθαρίζω ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Ὀδ. Χ. 482· θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, ὅστις μετεχειρίζετο θεῖον πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. 5· πρβλ. θεόω ΙΙ. - Μέσ., δῶμα θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50· καθόλου, ἐξαγνίζω, ἁγιάζω, θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882).
Greek Monotonic
θειόω: Επικ. θεειόω, μέλ. -ώσω (θεῖον), καπνίζω με θειάφι, λιβανίζω και εξαγνίζω μέσω αυτού, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., δῶμα θεειοῦται, εξαγνίζει τον οίκο του, στο ίδ.· γενικά, εξαγνίζω, καθαίρω, σε Ευρ.
Middle Liddell
θειόω, θεῖον
to smoke with brimstone, fumigate and purify thereby, Od.:—Mid., δῶμα θεειοῦται he fumigates his house, Od.: generally, to purify, hallow, Eur.