A to be of a greenish hue, Nic.Th.154. II ἐγχλοᾶσθαι· ἐμφῦναι, Hsch.
[Seite 713] grüngelblich sein, Nic. Th. 154.
ἐγχλοάω: ἔχω χρῶμα πρασινωπόν, Νικ. Θ. 154. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐγχλοᾶσθαι· ἐμφῦναι».