μετασυγκριτικός

Revision as of 10:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

μετασυγκρῐτικός: -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, διαφορητικός, δύναμις Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.