διαφορητικός
English (LSJ)
διαφορητική, διαφορητικόν,
A promoting perspiration, etc., Antyll. ap. Orib.6.21.30: Comp., Dsc.1.30.
2 capable of dispersing, discutient, δύναμις δ. οἰδημάτων Id.4.112, cf. Gal.13.925.
3 perspiring, Cael.Aur.CP2.36.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [medic. frec. en sup. c. valor intensivo]
I 1que provoca sudor, sudorífero, δύναμις Aët.1.6, cf. Dsc.1.30.
2 colicuativo de sudores, Cael.Aur.CP 2.36.188.
3 que disipa o resuelve κατάπλασμα Gal.10.708, cf. 11.118, τὸ φάρμακον Gal.10.938, (del látex de la Euphorbia resinifera) δύναμις ... δ. ὑποχυμάτων Dsc.3.82, ἡ παρὰ φύσιν θερμότης δ. ἐστι τοῦ κατὰ φύσιν θερμοῦ Steph.in Hp.Progn.144.31
•neutr. subst. capacidad de resolver χαμαιμήλῳ ... μᾶλλον ἔχοντι τὸ δ. Alex.Trall.1.377
•que reduce o ablanda μαλάγματα Dsc.1.66, τὰ φάρμακα πάντα, ὁπόσα πύρια, διαφορητικὴν ἔχει τὴν δύναμιν Simp.in Cael.667.28, c. gen. δύναμις ... δ. φυμάτων καὶ φυγέθλων Dsc.1.72.
4 que debilita διαφορητικὸν γάρ ἐστι τῆς δυνάμεως Alex.Trall.1.327.
II subst. ὁ δ. persona que padece del corazón, cardiaco, est etiam grauius diaphoreticum delirare Cael.Aur.CP 2.32.171.
German (Pape)
[Seite 612] ή, όν, zum Zerteilen, Abführen geschickt, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
διαφορητικός: -ή, -όν, ὁ κινῶν τὸν ἱδρῶτα, ἱδρωτικός, Γαλην. 3. 501. Παῦλ. Αἰγιν. 3. 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαφορητικός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί διαφόρηση, εφίδρωση
αρχ.
1. αυτός που διασκορπίζει («δύναμις διαφορητικὴ οἰδημάτων», Διοσκουρίδης)
2. αυτός που έχει εφίδρωση.