ἡ, cunning workmanship, Corp.Herm.3.3.1.
[Seite 514] ἡ, kunstvolle Arbeit, Sp.
δαιδαλουργία: ἡ, περίτεχνος ἐργασία, Ἑρμ. Ποιμάνδ. 32, 2.