ές,
A fastened at the extremity, Jo. Gaz. 1.111.
[Seite 84] ές, oben befestigt, Nonn.
ἀκροπᾰγής: -ές, ἐστερεωμένος ἢ καρφωμένος κατὰ τὸ ἄκρον, Νόνν. Ἰω. δϳ, 23.