ἄκρον

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκρον Medium diacritics: ἄκρον Low diacritics: άκρον Capitals: ΑΚΡΟΝ
Transliteration A: ákron Transliteration B: akron Transliteration C: akron Beta Code: a)/kron

English (LSJ)

-ου, τό, (neut. of ἄκρος)
A like ἄκρα, highest point or farthest point:
1 mountain top, peak, Γάργαρον ἄκρον Ἴδης Il.14.292; ἄκρον ὑπερβαλέειν Od.11.597; τὰ ἄκρα = heights, Hdt.6.100, Pl.Criti. 110e, etc.
b ἄκρα νάων ships' tops, Alc.Supp.12.9.
2 headland, cape, Σούνιον ἄκρον Ἀθηνέων Od.3.278.
3 end, extremity, τὰ ἄκρα τῆς θαλάσσης, [τοῦ ἀέρος], Pl.Phd. 109d, 109e; ἄκρα χειρῶν = hands, Luc. Im.6; ἐξ ἄκρων = at the end, Ar.Fr.29; ἐξ ἄκρου Com.Adesp.398; ἐπ' ἄκροις Pl.Sph.220d:—border, frontier, Plb.1.42.2.
II metaph., highest pitch, height, πανδοξίας ἄκρον Pi.N.1.11; εἰς ἄκρον ἀνδρείας ἱκέσθαι to highest pitch, Simon.58; εἰς ἄκρον ἁδύς exceedingly, Theoc. 14.61; ἐπ' ἄκρον ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Pl.Plt. 268e, Ti.20a; πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι Id.Phdr.247b; ἄκρον ἔχων σοφίης Epigr.Gr.442 (Nabataea); ἄκρον ἐρώτων εἰδότος, ἄκρα μάχας AP7.448 (Leon.):—ἄκρα, τά, heights, highest point, οὔτοι ποθ' ἥξει (sic) τῶν ἄκρων ἄνευ πόνου S.Fr.397; ἄκρα φέρεσθαι = win prize, Theoc.12.31; ἄκρα φέρουσ' ἀρετῆς ὑμῖν Epigr.Gr. 224.2 (Samos).
2 of persons, Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί pride of Argos, Theoc.15.142.
III δρυὸς ἄκρα, = ἀκρόδρυα, ib.112.
IV in Logic of Arist. τὰ ἄκρα are major and minor terms of syllogism, opp. to μέσον or middle, APr.25b36, al.
V extremes in a proportion, Id.EN1133b2.

Spanish (DGE)

-ου, τό
I 1 pico, cima, cumbre de montes Γάργαρον ἄκρον Ἴδης Il.14.292, cf. Od.11.597, X.HG 5.4.47, τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίης = zonas montañosas de Eubea Hdt.6.100, Κιθαιρῶνος Pl.Criti.110e.
2 parte superior de otras cosas ἄκρα νάων = partes altas de las naves Alc.34.9 (cf. ἀκρόνηον), ἐν ἄκροις ... τῶν τριοδόντων Pl.Sph.220d, ὅσα δρυὸς ἄκρα φέροντι = cuanto producen las copas de los árboles (cf. ἀκρόδρυα) Theoc.15.112.
3 plu. superficie, parte más alta τῆς θαλάττης Pl.Phd.109d, (τοῦ ἀέρος) Pl.Phd.109e.
II 1 cabo, punta, promontorio Σούνιον ἄκρον Ἀθηνέων Od.3.278, del promontorio Tenaro al sur de Laconia τὸ ἱερὸν τοῦ Ποσιδᾶνος τοῦ ἐπὶ ἄκρωι IG 5(1).1336.23 (Laconia).
2 final ἐξ ἄκρων = al final Ar.Fr.29, ἐξ ἄκρου Com.Adesp.457, ἄ. ῥύμης = el final de la calle, POxy.43ue.1.17 (III d.C.)
extremadura, frontera Plb.1.42.1.
3 plu. los extremos físicos de las cosas, sus límites ἅπτεσθαι δὲ τὰ ἄκρα ἅμα Arist.Metaph.1068b27
extremidades de pers. o anim., Plu.2.123a
en una lista de comestibles manitas, POxy.108.1.3 (II d.C.), χειρῶν ἄκρα = las manos Luc.Im.6, ἐπ' ἄκρα βεβηκέναι = andar de puntillas, Posidipp.Epigr.19
alas de un ejército, Ascl.Tact.1.3
tb. en sg. ἄ. τοῦ ὀβελίσκου PSI 698.16 (IV d.C.)
τὸ ἄ. τῆς χειρός, τοῦ ποδός pulgar, dedo gordo LXX Ex.29.20
pene ἀλώπεκος Cyran.2.2.13
τὸ ἄκρον τοῦ ἱματίου = el enfaldo del vestido LXX Agg.2.12.
III fig.
1 eminencia, culminación, cumbre c. gen. σοφίης ἐπ' ἄκροισι Emp.B 3.8, ἀνδρείας Simon.74.7, πανδοξίας Pi.N.1.11, ἡ πάσης ἄκρα φέρουσ' ἀρετῆς = portadora del culmen de toda virtud, IG 12(6).873.2 (Samos II/I a.C.), σοφίης GVI 1974.2 (Arabia II d.C.), ἵνα τῆς ἐπ' ἄκρον ἐκδικίας τύχω = para que obtenga la máxima justicia, PWisc.33.23 (II d.C.)
ἐπ' ἄκρων ὁδοιπορεῖν = andar estirado, ser arrogante S.Ai.1230, οὔτοι ποθ' ἥξει τῶν ἄκρων ἄνευ πόνου S.Fr.397, ἐπ' ἄκρον ἀφικνεῖσθαι Pl.Plt.268e, ἐλθεῖν Pl.Ti.20a.
2 concr. plu. éxitos, premios, triunfos φέρεσθαι Theoc.12.31.
3 de pers. figura eminente, gloria, orgullo c. gen. Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί Theoc.15.142, cf. AP 7.448 (Leon.).
IV 1 lóg. plu. extremos, términos mayor y menor del silogismo, Arist.APr.25b36.
2 mat. extremo de la proporción, Pl.Ti.36a, Arist.EN 1133b2.

German (Pape)

[Seite 84] τό, s. ἄκρος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. ἄκρος.

Russian (Dvoretsky)

ἄκρον:
I τό
1 вершина (Ἴδης Hom.; τὰ τῶν Ἄλπεων ἄκρα Polyb.): τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίης Her. (на)горная часть Эвбеи;
2 перен. верх, высшая степень (πανδοξίας Pind.): πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι или ἐπ᾽ ἄ. ἀφικέσθαι Plat. достигнуть вершины, перен. предела; εἰς ἄ. Theocr. в высшей степени; ἄκρα φέρεσθαι Theocr. получить высшую награду;
3 высшая власть (Ἄργεος ἄκρα Theocr.);
4 мыс (Σούνιον ἄ. Hom.);
5 край, конец, предел: τὰ ἄκρα τῆς θαλάσσης Plat. поверхность моря; χειρῶν ἀκρα Luc. кисти рук; τὰ τῆς Ἑλλάδος ἄκρα Polyb. границы Греции;
6 лог. крайняя, т. е. большая или малая посылка силлогизма Arst.
II adv. сверху, поверх: ἄ. ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλός Hom. по гребням волн.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρον: -ου, τό, (οὐδέτ. τοῦ ἄκρος) ὡς τὸ ἄκρα = τὸ ὕψιστον ἢ ἀπώτατον σημεῖον: 1) κορυφὴ ὄρους, Γάργαρον, ἄκρον Ἴδης, Ἰλ. Ξ. 292˙ ἄκρον ὑπερβαλέειν, Ὀδ. Λ. 597˙ τὰ ἄκρα, τὰ ὕψη, Ἡρόδ. 6. 100, Πλάτ., κτλ. 2) ἄκρα γῆς, ἀκρωτήριον, Σούνιον ἄκρον Ἀθηνῶν, Ὀδ. Γ. 278˙ 3) τέλος, ἔσχατον μέρος, ἐσχατιά, τὰ ἄ. τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Φαίδων 109D. ἄκρα χειρῶν, αἱ χεῖρες, Λουκ. Εἰκ. 6˙ ἐξ ἄκρων, κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 94˙ ἐξ ἄκρου, Κωμ. Ἀνώνυμ. παρὰ Mein. 4, σ. 633˙ ἐπ’ ἄκρης, Πλάτ. Σοφ. 220D: - σύνορα, ὅρια, Πολύβ. 1. 42. 2. ΙΙ. μεταφ., ὁ ὕψιστος βαθμός, τὸ ὕψος, πανδοξίας ἄκρον, Πινδ. Ν. 1. 14˙ εἰς ἄκρον ἱκέσθαι, εἰς τὸ ὕψιστον σημεῖον, Σιμων. 58˙ εἰς ἄκρον ἁδύς, ὑπερβαλλόντως ἡδύς, Θεόκρ. 14. 61˙ ἐπ’ ἄκρον ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Πλάτ. Πολιτικ. 268Ε, Τίμ. 20Α˙ πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 247Β˙ ἄκρα, τά, τὰ ὕψη, τὰ ὕψιστα σημεῖα, οὔτοι ποθ’ ἅψει τῶν ἄκρων ἄνευ πόνου, Σοφ. Ἀποσπ. 463˙ τὰ ἄκρα τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι, τὰς ὑψίστας θέσεις εἰς τοὺς ὑψίστους ἄνδρας, Πλάτ. Πολ. 478Ε˙ ἄκρα φέρεσθαι, τυγχάνειν τοῦ βραβείου, Θεόκρ. 12, 31. 2) ἐπὶ προσώπων, Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί, οἱ ἀρχαιότατοι δεσπόται καὶ ἄρχοντες τοῦ Ἄργους, Θεόκρ. 15. 142˙ ἴδε Valck. Ἄδων. σ. 414. ΙΙΙ. δρυὸς ἄκρα, ἴδε ἐν λ. ἀκρόδρυα. ΙV. ἐν τῇ λογ. τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ ἄκρα εἶναι ἡ μείζων καὶ ἐλάσσων πρότασις τοῦ συλλογισμοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μέσον ὅρον ἢ πρότασιν, πρβλ. μέσος ΙΙΙ. 4.

English (Autenrieth)

subst.: point, promontory, summit.—Adv., see ἄκρος.

English (Strong)

neuter of an adjective probably akin to the base of ἀκμήν; the extremity: one endother, tip, top, uttermost participle.

Greek Monolingual

το (Α ἄκρον)
βλ. άκρο.

Greek Monotonic

ἄκρον: -ου, τό (ουδ. του ἄκρος),
I. το υψηλότερο ή απώτατο σημείο·
1. βουνοκορφή, κορυφή, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. ακρωτήρι, αιγιαλός, παράκτια έκταση, κάβος, σε Ομήρ. Οδ.
3. τέλος, τέρμα, εσχατιά, έπακρον, σε Πλάτ.· ἄκρα χειρῶν, τα χέρια, σε Λουκ.
II. 1. μεταφ., ύψιστος βαθμός, ύψος, σε Πίνδ.· εἰς ἄκρον, υπερβολικά, σε Θεόκρ.· τὰ ἄκρα τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι, τις υψηλές θέσεις, αξιώματα στους υψίστους άνδρες, σε Πλάτ.· ἄκρα φέρεσθαι, για να κερδηθεί το βραβείο, σε Θεόκρ.
2. λέγεται για πρόσωπα, Ἄργεος ἄκρα, οι πιο αρχαίοι, παλαιοί άρχοντες του Άργους, στον ίδ.

Middle Liddell

[neut. of ἄκρος
I. the highest or furthest point:
1. a mountain-top, peak, Hom., etc.
2. a headland, foreland, cape, Od.
3. an end, extremity, Plat.; ἄκρα χειρῶν the hands, Luc.
II. metaph. the highest pitch, height, Pind.; εἰς ἄκρον exceedingly, Theocr.; τὰ ἄκρα τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι the highest place to the highest men, Plat.; ἄκρα φέρεσθαι to win the prize, Theocr.
2. of persons, Ἄργεος ἄκρα the oldest rulers of Argos, Theocr.

Chinese

原文音譯:¥kron 阿克朗
詞類次數:名詞(6)
原文字根:極度 相當於: (קָצֶה‎ / קֵצֶה‎) (רֹאשׁ‎)
字義溯源:極度*,終點,極端,尖端,這邊,那邊,邊,尖,頭,極;或源自(ἀκμήν)=此刻),而 (ἀκμήν)出自(ἀκέραιος)X=點*)。
同義字:1) (ἄκρον)極度,終點 2) (πέρας)極,非常地。參讀 (ἀκρίβεια)同源字
出現次數:總共(6);太(2);可(2);路(1);來(1)
譯字彙編
1) 尖(1) 路16:24;
2) 頭(1) 來11:21;
3) 邊(1) 可13:27;
4) 極(1) 可13:27;
5) 那邊(1) 太24:31;
6) 這邊(1) 太24:31

English (Woodhouse)

cape, crest, headland, top, highest pitch, highest point

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

height

Albanian: lartësi; Amharic: ከፍታ; Arabic: اِرْتِفَاع‎; Egyptian Arabic: ارتفاع‎; Armenian: բարձրություն; Azerbaijani: ucalıq, hündürlük, yüksəklik; Bashkir: бейеклек; Belarusian: вышыня, высачыня; Bengali: উচ্চতা; Bulgarian: височина; Burmese: အမြင့်, စောက်; Catalan: altura; Cherokee: ᎢᎦᏘ; Chinese Mandarin: 高低, 高度; Czech: výška; Danish: højde; Dutch: hoogte; Esperanto: alteco, alto; Estonian: kõrgus; Ewe: kɔkɔme; Finnish: korkeus; French: hauteur; Friulian: altece; Galician: altura; Georgian: სიმაღლე; German: Höhe; Alemannic German: Hööchi; Gothic: 𐌷𐌰𐌿𐌷𐌴𐌹, 𐌷𐌰𐌿𐌷𐌹𐌸𐌰; Greek: ύψος; Ancient Greek: αἶπος, ἄκρον, ἔξαρσις, ἔπαρμα, ὕψος, ὕψωμα; Gujarati: ઊંચાઈ; Haitian Creole: wotè; Hebrew: רָמָה‎; Hindi: ऊंचाई; Hungarian: magasság; Icelandic: hæð; Italian: altezza; Japanese: 高さ, 高度; Kazakh: биіктік; Khmer: កំពស់; Korean: 높이, 고도; Kurdish Central Kurdish: بەرزی‎; Kyrgyz: бийиктик; Ladino: בוֹיי‎; Lao: ຄວາມສຸງ; Latgalian: augstums; Latin: altitudo, proceritas; Latvian: augstums; Lithuanian: aukštis, aukštumas; Luxembourgish: Héicht; Macedonian: висина, височина; Malay: ketinggian; Malayalam: ഉയരം; Maori: tiketike; Maranao: tas; Mauritian Creole: oter; Mongolian: өндөр; Norman: haûteu; Norwegian Bokmål: høyde; Oromo: hojjaa; Persian: بلندی‎, ارتفاع‎; Polish: wysokość; Portuguese: altura; Romanian: înălţime; Russian: высота, вышина; Sanskrit: ऊर्ध्व; Serbo-Croatian Cyrillic: висина; Roman: visina; Skolt Sami: õllivuõtt; Slovak: výška; Slovene: višina; Somali: kor, sare; Spanish: altura; Swedish: höjd, längd; Tagalog: taas; Tajik: баландӣ; Tausug: tas; Telugu: పొడుగు; Thai: ความสูง, ส่วนสูง; Turkish: yükseklik; Turkmen: beýiklik; Ukrainian: висота, височина, високість, височі́нь, вишина; Urdu: اونچائی‎; Uyghur: ئېگىزلىك‎; Uzbek: balandlik, yuksaklik; Venetian: altézsa; Vietnamese: độ cao, cao; Welsh: uchder; Yiddish: הייך‎; Zulu: ubude