χειρομαχία
English (LSJ)
ἡ,
A manual labour, Eust.1716.3.
German (Pape)
[Seite 1346] ἡ, Handarbeit, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
χειρομᾰχία: ἡ, τῆς χειρὸς ἐργασία, Εὐστ. 1716, 4.
ἡ,
A manual labour, Eust.1716.3.
[Seite 1346] ἡ, Handarbeit, Eustath.
χειρομᾰχία: ἡ, τῆς χειρὸς ἐργασία, Εὐστ. 1716, 4.