βιβλίς

Revision as of 10:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = βιβλίον, EM197.30.    II pl., cords of βίβλος, ibid.

German (Pape)

[Seite 444] ίδος, ἡ, bes. im plur., = βιβλίον. Auch Seile aus Bast gedreht, E. M., s. βυβλίς.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλίς: -ίδος, ἡ, = βιβλίον, Μ. Ἐτυμ. 197. 30. ΙΙ. κατὰ πληθ., σχοινία ἐκ βίβλου πεπλεγμένα, αὐτόθι.