βιβλίς
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A = βιβλίον, EM197.30.
II pl., cords of βίβλος, ibid.
German (Pape)
[Seite 444] ίδος, ἡ, bes. im plur., = βιβλίον. Auch Seile aus Bast gedreht, E. M., s. βυβλίς.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλίς: -ίδος, ἡ, = βιβλίον, Μ. Ἐτυμ. 197. 30. ΙΙ. κατὰ πληθ., σχοινία ἐκ βίβλου πεπλεγμένα, αὐτόθι.