ἑλκυστός
English (LSJ)
ή, όν,
A ductile, Hsch. s.v. ῥύσιον, Gloss. 2 drawn, ἑ. ἅμαξα transport-wagon, PMasp.303.7 (vi A.D., -ιστή Pap.). II ἑ. ἔλαιον refined, fine-drawn oil, CIG2719.21 (Stratonicea); cf. ἑλκυστῷ· λείῳ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκυστός: -ή, -όν, ὃν ἑλκύει ἢ δύναται νὰ ἑλκύσῃ τις, «ἀρύβαλλος· τὸ ἑλκυστὸν βαλλάντιον» Α. Β. 448, 27. ΙΙ. ἑλκυστὸν ἔλαιον, κεκαθαρμένον, «λαγαρισμένον» ἔλαιον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2719. 21. Καθ’ Ἡσυχ. «ἑλκυστῷ· λείῳ».