ταλάσειος
German (Pape)
[Seite 1065] zum Wollespinnen gehörig, episch ταλασήϊος, ταλασήϊα ἔργα, = ταλασία, Ap. Rh. 3, 292; Nonn. S. ταλάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλάσειος: -α, -ον, μόνον ἐν τῷ Ἰων. καὶ Ἐπικ. τύπῳ *τᾰλᾰσήιος, η, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κλῶσιν τῶν ἐρίων, ταλασήια ἔργα = ταλασία, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 292· οὕτω ταλάσια ἔργα Ξεν. Οἰκ. 7. 6· ταλ. ἱδρώς, ὁ ἐκ τοῦ κόπου τοῦ νήθειν, Νόνν. Δ. 6. 142. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ταλάσια· τὰ ἔρια. καὶ ἡ ἐν τοῖς ταλάροις ἐργαζομένη κρόκη, ἢ ἔρια».