ἱδρώς

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱδρώς Medium diacritics: ἱδρώς Low diacritics: ιδρώς Capitals: ΙΔΡΩΣ
Transliteration A: hidrṓs Transliteration B: hidrōs Transliteration C: idros Beta Code: i(drw/s

English (LSJ)

(v. fin.), ἱδρῶτος, ὁ, and Aeol. ἡ, Sapph.2.13; dat. ἱδρῶτι, acc. ἱδρῶτα; Hom. has dat. ἱδρῷ (not ἱδρῶ as Choerob. in Theod.1.248) Il.17.385,745; acc.
A ἱδρῶ 11.621,22.2, cf. A.R.2.87, 4.656: (ἶδος):—sweat, Hom.(v. infr.), etc.; μετὰ ἱδρῶτος Pl.R. 350d; κατὰ δ' ἱ. ἔρρεεν ἐκ μελέων Od.11.599; ἱ. ἀνῄει χρωτί S.Tr.767; στάζειν ἱδρῶτι (v. στάζω); ῥέεσθαι ἱδρῶτι Plu.Cor.3; of sweat as the sign of toil, τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν Hes.Op.289; ἱδρῶτα παρέχειν X.Cyr.2.1.29: pl., Hp.Aph.4.36, Arist.Pr.867a13, etc.; ἱδρῶτες ξηροί, opp. the effect of baths, Pl.Phdr.239c.
2 exudation of trees, gum, resin, σμύρνης E.Ion1175; δρυός Ion Trag.40; Βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς, of wine, Antiph.52.12.
II metaph., anything earned by the sweat of one's brow, οὐ γὰρ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα.. ἐκβαλῶ Ar.Ec.750, cf. Chor.p.270 B. (pl.). [ῑ in Ep. and Lyr.: ῐ in E.l.c.] (Cf. ἰδίω.)

German (Pape)

[Seite 1239] ῶτος, ὁ, nach Schol. Il. 22, 2 bei Aeolern auch ἡ, vgl. Cram. An. Ox. 1 p. 208; dat. auch ἱδρῷ, Il. 17, 385, acc. ἱδρῶ, 11, 621. 22, 2; der Schweiß, Il. oft; κατὰ δ' ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων Od. 11, 599; ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί Soph. Tr. 764; κάρα στάζων ἱδρῶτι Ai. 10; ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο Eur. Bacch. 620; μετὰ ἱδρῶτος θαυμαστοῦ ὅσου Plat. Rep. I, 350 d, öfter, auch im plur., Phaedr. 239 c; Sp., ῥεομένοις ἱδρῶτι τοῖς ἵπποις Plut. Coriol. 3; vgl. Luc. Catapl. 3. Auch bei Pflanzen, die ausschwitzende Feuchtigkeit, Harz, Gummi, ἐξεθυμία σμύρνης ἱδρῶτα Eur. Ion 1173; im Räthsel nennt Antiphan. bei Ath. X, 449 c den Wein βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς; Ion ib. 451 d ἰξός, δρυὸς ἱδρώς. – Anstrengung, Hom. u. A., z. B. ἱδρῶτα παρέχειν τινί Xen. Cyr. 2, 1, 29; μετὰ ἱδρῶτος, Gegensatz ῥᾳδίως, Plat. Rep. II, 350 d. Auch das mit Schweiß u. Anstrengung Erworbene, wie unser "saurer Schweiß", Ar. Eccl. 750.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ) :
sueur.
Étymologie: R. ΣϜιδ, suer ; cf. lat. sudare.

Russian (Dvoretsky)

ἱδρώς: ῶτος ὁ (dat. ἱδρῶτι - эп. ἱδρῷ, acc. ἱδρῶτα - эп. ἱδρῶ)
1 тж. pl. пот (ὁ ἱ. καὶ ἡ ἴδισις καταψύχει τὰ σώματα Arst.): κατὰ ἱ. ἔρρεεν (in tmesi) ἐκ μελέων Hom. пот стекал с членов (Сисифа); ἱ. ἀνῄει χρωτί Soph. пот выступал на коже (Геракла); ἱδρῶτες ξηροί Plat. сухой пот (от физических упражнений); σὺν ἱδρῶτι Arst. в поту;
2 заработанное в поте лица, плоды тяжелого труда: οὐ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα οὕτως ἀνοήτως ἐκβαλῶ Arph. плодов своего труда я не выброшу столь безрассудно;
3 тяжелый труд; подвиг: τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν Hes. впереди добродетели боги поместили труды, т. е. только через тяжелый труд достигается добродетель;
4 сок, камедь (σμύρνης Eur.);
5 выпот, жидкое выделение (τὸ δάκρυον ἱ. τίς ἐστιν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρώς: ἴδε ἐν τέλει, ῶτος, ὁ, καὶ Αἰολ. ἡ, Bgk. εἰς Σαπφὼ 13· δοτ. ἱδρῶτι, αἰτ. ἱδρῶτα, ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει τοὺς συγκεκομμένους τύπους, δοτ. ἱδρῷ (πρβλ. γέλως, ἔρως), Ἰλ. Ρ. 385, 745· αἰτ. ἱδρῶ, Λ. 621, Χ. 2: (ἶδος)· ― ἱδρώς, κοιν. «ἵδρως» ἢ «ἵδρωτας», Ὅμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.), καὶ Ἀττ.· κατὰ δ’ ἱδρὼς ἔρρεεν ἐκ μελέων Ὀδ. Λ. 599· ἱδρὼς ἀνῄει χρωτὶ Σοφ. Τρ. 767· στάζειν ἱδρῶτι (ἴδε ἐν λέξ. στάζω)· ῥέεσθαι ἱδρῶτι Πλουτ. Κορ. 3: ― ἐπὶ τοῦ ἱδρῶτος ὡς σημείου κοπώσεως, μόχθου, τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 287· ἱδρῶτα παρέχειν Ξεν. Κύρ. 2. 1, 29· ― ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. Ἀφ. 1250, Ἀριστ., κτλ.· ἱδρῶτες ξηροί, οἱ μὴ ἐκ θερμῶν λουτρῶν προερχόμενοι, ἀλλ’ ἐκ τῆς σωματικῆς ἀσκήσεως, Πλάτ. Φαῖδρ. 329C· 2) ἡ ἐξίδρωσις δένδρων, ὁ ἐξερχόμενος χυμός, κόμμι, ῥητίνη, σμύρνης ἱδρῶτα Εὐρ. Ἴων 1175· δρυὸς Ἴων παρ’ Ἀθην. 451D· Βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς, περὶ τοῦ οἴνου, Ἀντιφάνης ἐν Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 12. ΙΙ. μεταφ., πᾶν ὅ,τι κερδαίνει τις διὰ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ προσώπου αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 750 (ἴδε ἐν λ. ἶδος)· ῑ παρ’ Ὁμ.· ῐ παρ’ Ἀττ., Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ 3. 251, ἂν καὶ μακρὸν ἐν ταῖς λ. ἶδος, ἰδίω.

English (Autenrieth)

dat. -ῷ, acc. -ῶ (σϝιδρ.): sweat.

Spanish

sudor

English (Strong)

a strengthened form of a primary idos (sweat); perspiration: sweat.

English (Thayer)

ἱδρῶτος, ὁ (allied with Latin sudor, English sweat; Curtius, § 283; from Homer down), sweat: L brackets WH reject the passage; (Tr accents ἱδρώς, yet cf. Chandler § 667)).

Greek Monolingual

ιδρώτας και ίδρωτας και ίδρος, ο (ΑΜ ἱδρώς, ἱδρῶτος, Μ και ἵδρος, Α αιολ. τ. και ἱδρώς, ἡ)
1. άχρωμο υγρό με αλμυρή γεύση και δυσάρεστη οσμή που εκκρίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος («ῥέεσθαι ἱδρῶτι», Πλούτ.)
2. κόπος, μόχθος (α. «με τον ιδρώτα του προσώπου μου» ή «με τον ιδρώτα μου» — με τον μόχθο μου, με τον κόπο μου
β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν», Ησίοδ.)
νεοελλ.
«τόν έκοψε κρύος ιδρώτας» ή «τόν περιέλουσε κρύος ιδρώτας» — ταράχθηκε ή φοβήθηκε πολύ
αρχ.
1. καθετί που αποκτάται με κόπο, με μόχθο
2. ο χυμός που εκβάλλει το δένδρο, η ρητίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σιγμόληκτος τ. που ανάγεται σε IE swid-r- «ιδρώτας» (μηδενισμένη βαθμίδα του sweid- «ιδρώνω», απ' όπου το ρ. ιδίω), πρβλ. λατ. sudor, αλβ. dirse
το θέμα σε -s του τ. μαρτυρείται στον επικό τ. αιτιατικής ιδρώ, όπως και σε παρ.: ιδρώω, ίδρώεις. Στην αττική διάλεκτο διαμορφώθηκε η κλίση της λ. αναλογικά προς τα οδοντικόληκτα γέλως, -ωτος, έρως, -ωτος. Ο νεοελλ. τ. ίδρωτας ερμηνεύεται αναλογικά προς άλλα τριτόκλιτα ουσ. που μεταπλάστηκαν σε -ας κατά τα ουσ. της α' κλίσεως
πρβλ. έρωτας < έρως, μάρτυρας < μάρτυς, άρχοντας < άρχων. Ο τ., τέλος, ίδρος αποτελεί μεταπλασμένο τ. του ιδρώς, -ώτος, κατά τα ουσ. σε -ος
πρβλ. άρχος < άρχων, γέρος < γέρων, δράκος < δράκων.
ΠΑΡ. ιδρώα, ιδρώνω (-όω, -ώ), ιδρωτικός
αρχ.
ιδροσύνη, ιδρώδης, ιδρώεις, ιδρώιον, ιδρώτιον, ιδρώττω, ιδρώω
νεοελλ.
ιδρωτάρι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιδρωτοποιός
μσν.
ιδρωτοειδώς
νεοελλ.
ιδρωμάκτρα, ιδρωταδενίτιδα, ιδρωτοθεραπεία. (Β' συνθετικό) άνιδρος, κάθιδρος
αρχ.
ανίδρως, δίιδρος, δυσίδρως, ευίδρως, λυσίδρως, φιλίδρως
νεοελλ.
έφιδρος].

Greek Monotonic

ἱδρώς: [ῐ], -ῶτος, ὁ, δοτ. ἱδρῶτι, αιτ. ἱδρῶτα, Επικ. συγκεκ. τύποι: δοτ. ἱδρῷ, αιτ. ἱδρῶ (ἶδος
1. ιδρώτας, Λατ. sudor, σε Όμηρ., Αττ.
2. εξερχόμενος, εξαγόμενος χυμός από δέντρα, κόμμι, ρετσίνι· ἱδρῶτα σμύρνης, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

-ῶτος
Grammatical information: m., (f.)
Meaning: sweat, also metaph. of other wetness (Il.).
Other forms: ep. dat. -ῳ̃, acc. -ῶ (cf. below)
Compounds: Rarely in compp., e. g. ἱδρωτο-ποιέω (Arist.), δυσ-ίδρως with bad sweat, difficulty of getting sweat (Thphr.), also with transition in the o-declination, e. g. κάθ-ιδρος covered with sweat (LXX).
Derivatives: Dimin. ἱδρώτιον (Hp.); ἱδρώεις sweaty (B.), ἱδρώδης acconpanied with sweating (Hp.), ἱδρωτικός sudorific (Hp., Thphr.); ἱδρῶα (?) pl. heat-spots, pustules (Hp. Aph. 3, 21; reading uncertain) with ἱδρω-τάρια, -τίδες id. (medic.; cf. Strömberg Wortstudien 102); ἱδρώιον sweat-towel (pap.); ἱδροσύναι pl. efforts that produce sweat (poet. inscr. Phrygia, Rom. empire). Denominative verbs: ἱδρώω sweat (Il.) with ἵδρωσις sweating (late) and ἱδρωτήρια pl. sudorifics (Paul. Aeg.); ἱδρώττω id. (Gal.; s. Schwyzer 732).
Origin: IE [Indo-European] [1043] *sueid- sweat
Etymology: With ἱδρώς agrees Arm. kirtn sweat, which is based on an r-stem *su̯id-r-, which is also found in Latv. swiêdri pl., Alb. dirsë sweat. This r-stem was in Greek combined with an ōs-stem, which is seen in Lat. sūdor, if from *su̯oidōs. Like γέλως, ἔρως a. o. ἱδρώς was later tansformed to a τ-stem (Schwyzer 514). The s-stem is still seen in ep. acc. ἱδρῶ (to be read as -όα? Chantraine Gramm. hom. 1, 54), perhaps also in dat. ἱδρῳ̃, if for -οῖ (doubtful; s. Chantraine 1, 211), and in several derivv.: ἱδρώ-ω, ἱδρώεις (s. Schwyzer 527; on this form, < *-os-uent, Ruijgh, Lingua 28 (1971) 173), ἱδρώιον. - On the absence of the digamma in Hom. cf. on ἐμέω (other explanations are not better, Chantraine 1, 156). Cf. ἰδίω.

Middle Liddell

ἱ˘δρώς, ῶτος, ἶδος
1. sweat, Lat. sudor, Hom., Attic
2. the exudation of trees, gum, σμύρνης Eur.

Frisk Etymology German

ἱδρώς: -ῶτος, -ῶτι usw.,
{hidrṓs}
Forms: ep. Dat. -ῳ̃, Akk. -ῶ (vgl. unten)
Grammar: m., auch f. (Sapph.)
Meaning: Schweiß, auch übertr. von anderer Feuchtigkeit (seit Il.).
Composita : Vereinzelt in Kompp., z. B. ἱδρωτοποιέω (Arist.), δυσίδρως mit schlechtem Schweiß, schwer in Schweiß kommend (Thphr.), auch mit Übergang in die o-Deklination, z. B. κάθιδρος von Schweiß bedeckt (LXX).
Derivative: Ableitungen: Deminutivum ἱδρώτιον (Hp.); ἱδρώεις schweißig (B.), ἱδρώδης vom Schwitzen begleitet (Hp.), ἱδρωτικός schweißtreibend (Hp., Thphr. u. a.); ἱδρῶα (?) pl. Blattern (Hp. Aph. 3, 21; Lesung unsicher) mit ἱδρωτάρια, -τίδες ib. (Mediz.; vgl. Strömberg Wortstudien 102); ἱδρώιον Schweißtuch (Pap.); ἱδροσύναι pl. schweißige Anstrengungen (poet. Inschr. aus Phrygien, Kaiserzeit). Denominative Verba: ἱδρώω schwitzen (seit Il.) mit ἵδρωσις das Schwitzen (spät) und ἱδρωτήρια pl. schweißtreibende Mittel (Paul. Aeg.); ἱδρώττω ib. (Gal.; vgl. Schwyzer 732).
Etymology : Zu ἱδρώς bietet sich zunächst zum Vergleich arm. kirtn Schweiß, das auf einen r-Stamm *su̯id-r- zurückgeht, der auch in lett. swiêdri pl., alb. dirsë Schweiß vorliegt. Mit diesem r-Stamm ist im Griechischen ein ō̆s-Stamm verquickt worden, der in lat. sūdor, wenn aus *su̯oidōs, ein Gegenstück haben kann. Wie γέλως, ἔρως u. a. ist auch ἱδρώς später in die τ-Stämme übergegangen (Schwyzer 514). Der s-Stamm ist indessen noch vorhanden im ep. Akk. ἱδρῶ (als -όα zu lesen? Chantraine Gramm. hom. 1, 54), vielleicht auch im Dat. ἱδρῳ̃, wenn für -οῖ (sehr fraglich; vgl. Chantraine 1, 211), außerdem in mehreren Ableitungen: ἱδρώω, ἱδρώεις (vgl. Schwyzer 527), ἱδρώιον. — Zum Fehlen des Digamma bei Hom. vgl. zu ἐμέω (andere, nicht vorzuziehende Hypothesen bei Chantraine 1, 156). Vgl. ἰδίω.
Page 1,710-711

Chinese

原文音譯:ƒdrèj 衣得羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:汗 湧出 相當於: (זֵעָה‎)
字義溯源:流汗,汗,汗珠;源自(ἰδιώτης)X*=汗)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 汗(1) 路22:44

English (Woodhouse)

distillation from a tree, exudation from trees

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-ῶτος Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἶδος, σϝιδ. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ἱδρόω -ῶ.

Léxico de magia

sudor de un demon ἐγὼ εἰμι ὁ ἀκέφαλος δαίμων, ... οὗ ἐστιν ὁ ἱ. ὄμβρος ἐπιπίπτων ἐπὶ τὴν γῆν yo soy el demon acéfalo, cuyo sudor cae como lluvia sobre la tierra P V 151 οὐκ εἶ δὲ ἔλαιον, ἀλλὰ ἱ. τοῦ Ἀγαθοῦ Δαίμονος, ... τὸ ἀπόφθεγμα τοῦ Ἡλίου no eres aceite, sino sudor del Demon Bueno, la sentencia de Helios P LXI 7

Translations

sweat

Abkhaz: аԥҳӡы; Acehnese: reuôh; Ainu: ポッペ; Albanian: djersë; Arabic: ⁧عَرَق⁩; Egyptian Arabic: ⁧عرق⁩; Hijazi Arabic: ⁧عَرَق⁩; Aramaic Classical Syriac: ⁧ܕܘܥܬܐ⁩; Archi: амкӏ; Armenian: քրտինք; Old Armenian: քիրտն; Aromanian: asudoare, sudoare; Assamese: ঘাম; Asturian: sudu, sudor; Avar: гӏетӏ; Azerbaijani: tər; Baluchi: ⁧ہید⁩; Bashkir: тир; Basque: izerdi; Belarusian: пот; Bengali: ঘাম; Bikol Central Bikol Naga: ganot; Bikol Legazpi, Sorsogon: daplos; Bikol Tabaco, Partido: hinang; Bulgarian: пот; Burmese: ချွေး; Catalan: suor; Cebuano: singot; Chechen: хьацар; Cherokee: ᎠᎵ; Chinese Cantonese: 汗; Dungan: хан; Mandarin: 汗, 汗水; Min Dong: 汗; Min Nan: 汗; Wu: 汗; Chuvash: тар; Cornish: hwys; Corsican: sudore, sudori; Crimean Tatar: ter; Czech: pot; Dalmatian: sudaur; Danish: sved; Dutch: zweet, transpiratievocht; Esperanto: ŝvito; Estonian: higi; Faroese: sveitti; Finnish: hiki; French: sueur, transpiration; Friulian: sudôr; Galician: suor; Gamilaraay: nguuwi; Georgian: ოფლი; German: Schweiß, Schwitze; Greek: ιδρώτας; Ancient Greek: ἱδρώς, ἶδος; Guaraní: ty'ai; Haitian Creole: swe; Hebrew: ⁧זיעה \ זֵעָה⁩; Hiligaynon: balhas; Hindi: पसीना; Hungarian: izzadság, veríték, verejték; Icelandic: sviti; Ido: sudoro; Ilocano: ling-et; Indonesian: keringat; Inuktitut: ᑭᐊᒃᑎᓯᒪᔪᖅ; Irish: allas; Istriot: sudur; Italian: sudore; Japanese: 汗; Kapampangan: pauas; Kazakh: тер; Khmer: ញើស; Kinaray-a: balhas; Korean: 땀; Kurdish Central Kurdish: ⁧ئارەق⁩, ⁧ئارەقە⁩; Northern Kurdish: xû, xuh, xweydan; Kyrgyz: тер; Ladino Hebrew: ⁧סוּד׳וד⁩; Latin: sudhor; Lao: ເຫື່ອ, ອອກເຫື່ອ, ເຫື່ອອອກ; Latin: sudor; Latvian: sviedri; Lezgi: гьекь; Ligurian: sûô; Lithuanian: prãkaitas; Lombard: sudor; Low German: Sweet; Lü: ᦵᦠᦲᧈ; Luhya: lukesi; Luxembourgish: Schweess; Macedonian: пот; Maguindanao: ating; Malay: peluh, keringat; Malayalam: വിയർപ്പ്; Maltese: għaraq; Manchu: ᠨᡝᡳ; Mansaka: init; Maranao: ating; Marathi: घाम; Mbyá Guaraní: y'ai; Mongolian: хөлс; Northern Norwegian Bokmål: svette; Nynorsk: sveitte; Occitan: susor; Okinawan: あし; Old English: swāt; Oromo: dafqa; Ossetian: хид; Ottoman Turkish: ⁧تر⁩, ⁧عرق⁩; Pangasinan: linget; Pashto: ⁧خولې⁩; Persian: ⁧عرق⁩, ⁧خوی⁩; Piedmontese: sudor; Plautdietsch: Schweet; Polish: pot; Portuguese: suor; Rohingya: gám; Romagnol: sudôr; Romanian: sudoare, transpirație; Russian: пот, испарина; Saho: dimbi; Sanskrit: स्वेद; Sardinian: sori, sudore, sudori, suore, suori; Serbo-Croatian Cyrillic: зно̑ј, по̏т, знојење; Roman: znȏj, pȍt, znojenje; Shor: тер; Sicilian: suduri; Sidamo: hunkee; Slovak: pot; Slovene: znój, pót; Somali: dhidhidka; Spanish: sudor, transpiración, sudoración; Swahili: jasho, hari; Swedish: svett; Sylheti: ꠊꠣꠝ; Tabasaran: амкӏ; Tagalog: pawis; Tai Tai Tajik: арақ; Tamil: வேர்வை; Tatar: тир; Tausug: hulas; Telugu: చెమట, స్వేదం; Tetum: kosar been; Thai: เหงื่อ; Tibetan: རྔུལ་ནག; Tocharian B: syelme; Turkish: ter; Turkmen: der; Tuvan: дер; Ukrainian: піт; Urdu: ⁧پسینہ⁩; Uyghur: ⁧تەر⁩; Uzbek: ter; Venetian: suor; Vietnamese: mồ hôi; Welsh: chwys; West Frisian: swit; Yakan: pasu', songot; Yakut: көлөһүн; Yiddish: ⁧שווייס⁩; Zazaki: ereq