κλωπάομαι

Revision as of 10:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

poet. for κλέπτω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1458] poet. = κλέπτω, Hesych., sowohl stehlen, als auch heimlich, verstohlen thun.

Greek (Liddell-Scott)

κλωπάομαι: ἀποθ., ποιητικὸν ἀντὶ τοῦ κλέπτω, «κλωπᾶσθαι· «λάθρα καὶ ἀψοφητὶ ἰέναι καὶ πράσσειν», προσέτι «ἐπιθυμεῖν, θέλειν», Ἡσύχ.· πρβλ. διακλωπάω.