λάθρα

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάθρα Medium diacritics: λάθρα Low diacritics: λάθρα Capitals: ΛΑΘΡΑ
Transliteration A: láthra Transliteration B: lathra Transliteration C: lathra Beta Code: la/qra

English (LSJ)

αἱ δίκαι (Elean), Hsch. λάθρα, λάθρᾳ, v. λάθρῃ.

German (Pape)

[Seite 6] τά, nach Hesych. bei den Eleern = δίκαι. = Folgdm, H. h. Cer. 240, l. d.; vgl. Eur. Danae prol. 28 u. Ellendt Lexik.

French (Bailly abrégé)

v. λάθρᾳ.

Greek (Liddell-Scott)

λάθρα: λάθρᾳ, ἴδε ἐν λέξ. λάθρη.

English (Strong)

adverb from λανθάνω; privately: privily, secretly.

Greek Monolingual

(I)
λάθρα και λάθρα και δωρ. τ. λάθρη)
επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός (α. «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ
β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ύπουλα, προδοτικά
2. ανεπαίσθητα, ελαφρά
3. φρ. «λάθρῃ τινός» — εν αγνοίᾳ κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. οργανική πτώση με επιρρμ. χρήση
λάθ-ρα < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' -λαθ-ον) + -ρα που ανάγεται πιθ. στο επίθημα -ra, το οποίο απαντά στην αρχ. ινδ. (πρβλ. cvitrā- «λευκός», βλ. και αργι-). Η υπογεγραμμένη του τ. λάθρα δεν δικαιολογείται από την οργανική πτώση, αλλά είναι πιθ. επίδραση δοτικής πτώσης].
(II)
λάθρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αἱ δίκαι».

Greek Monotonic

λάθρα: λάθρᾳ, βλ. λάθρῃ.

English (Woodhouse)

imperceptibly, secretly, unconsciously, unknowingly, unnoticed, by stealth, on the sly, unknown to, unobserved by, unperceived by, unseen by, without the knowledge of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

clam, secretly, stealthily, 4.16.1, 4.39.3. 4.110.2, 8.84.4.

Translations

secretly

Arabic: سِرًّا‎; Azerbaijani: gizlicə, xəlvətcə, əlaltından, gizlin; Belarusian: таемна; Bulgarian: тайно, незабелязано; Catalan: secretament, cobertament, en secret; Chinese Mandarin: 偷偷; Czech: tajně; Dutch: stiekem, in het geheim; Esperanto: sekrete; Finnish: salaa, salaisesti, salassa, vaivihkaa; French: secrètement, en cachette; German: heimlich, insgeheim; Gothic: 𐌸𐌹𐌿𐌱𐌾𐍉, 𐌰𐌽𐌰𐌻𐌰𐌿𐌲𐌽𐌹𐌱𐌰; Greek: μυστικά, κρυφά, κρυφίως, εν κρυπτώ, εν κρυπτώ και παραβύστω, ενδόμυχα, στη ζούλα; Ancient Greek: ἀγνωστί, ἀγνώστως, ἀδήλως, ἀποκρύφως, ἀπορρήτως, ἀσυμφανῶς, ἀφανῶς, δι' ἀπορρήτων, ἐγκεκαλυμμένως, ἐν ἀποκρύφῳ, ἐν ἀπορρήτῳ, ἐν κρυφῇ, κρύβδα, κρύβδαν, κρύβδην, κρυφᾷ, κρύφα, κρυφαίως, κρυφῇ, κρυφῆ, κρυφίως, λάθρα, λάθρᾳ, λάθρῃ, λαθραίως, λανθανόντως, σῖγα, σιγῇ, σκότιον; Hungarian: titkon, titokban; Ido: sekrete; Irish: gan fhios; Italian: di nascosto; Japanese: ひそかに; Korean: 몰래; Latgalian: paslapyn, paslapši; Latin: clam, furtim, latenter; Latvian: slepeni; Middle English: sleighly; Polish: potajemnie; Portuguese: secretamente; Russian: тайно, секретно, тайком, втайне, скрытно; Sanskrit: सनुतर्; Scottish Gaelic: os ìosal; Serbo-Croatian Cyrillic: кришом, тајом, тајно; Roman: krišom, tajom, tajno; Spanish: secretamente, en secreto; Ukrainian: тає́мно; Walloon: catchetmint; West Frisian: temûk