σταφυλάγρα

Revision as of 10:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A forceps for taking hold of the uvula, Hp.Medic.9, Paul.Aeg.6.31.

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, Zange zum Fassen des Zapfens im Munde, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῠλάγρα: ἡ, (σταφυλή, ἀγρεύω) λαβὶς δι’ ἧς λαμβάνεται ἡ (πρὸ τοῦ φάρυγγος) σταφυλή, ὁ σταφυλίτης, Ἱππ. 21. 20, Παῦλ. Αἰγ. 6. 31· ὅστις ἔχει καὶ (3. 26) σταφυλεπάρτης, ὁ, (ἐπαίρω) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.