νηπιαχεύω
English (LSJ)
A to be childish, play like a child, Il.22.502:—Med., Rh.Mus.1879.195 (Rome).
Greek (Liddell-Scott)
νηπῐᾰχεύω: πράττω τὰ συνήθη τοῖς νηπίοις, Ἰλ. Χ. 502.
A to be childish, play like a child, Il.22.502:—Med., Rh.Mus.1879.195 (Rome).
νηπῐᾰχεύω: πράττω τὰ συνήθη τοῖς νηπίοις, Ἰλ. Χ. 502.