ὁ,
A = μυλωθρός, Poll.7.19, Aesop.174b, Theognost.Can. 72.
[Seite 217] Mühlenhüter, -wächter, Poll. 7, 19.
μῠλωρός: -όν, (οὖρος) ὁ προεστηκὼς τῆς ἐργασίας τοῦ μύλου, Πολυδ. Ζ΄, 19, Walz Ρήτ. 1. 266.