ἄγγαρος

Revision as of 10:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ, in Persia,

   A mounted courier, for carrying royal dispatches, Hdt.3.126, X.Cyr.8.6.17, Theopomp. Hist. 106, etc.    2 term of abuse ( = φορτηγός), ἄ. ὄλεθρος Men. 2 D., cf. Lib. Or.1.129.    II as Adj., ἄ. πῦρ the courier flame, of beacon fires, A.Ag. 282; ἄ. ἡμίονοι posting-mules, Lib. Or.18.143. (Assyr. agarru, 'hired labourer'.)

German (Pape)

[Seite 10] ὁ (pers. W.), reitende Boten, welche stationsweise durch ganz Persien standen, um königliche Botschaften zu befördern, erster Anfang einer Posteinrichtung, s. Her. 8, 98; Xen. Cyr. 8, 6, 17; Suid. οἱ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόροι. Daher Aesch. ἄγγαρον πῦρ (von Warte zu Warte fortgepflanztes) Signalfeuer, Ag. 273.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγγᾰρος: ὁ, Περσικὴ λέξις, = ἔφιππος ταχυδρόμος· τοιοῦτοι δὲ ἦσαν ἔτοιμοι εἰς ὡρισμένους σταθμοὺς καθ’ ὅλην τὴν Περσίαν (ἔχοντες ἐξουσίαν νὰ ἐπιβάλλωσιν ἀναγκαστικὴν ἐργασίαν), ἵνα κομίζωσι τὰς βασιλικὰς παραγγελίας, «οἱ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόροι», Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. ἀγγαρήϊος ΙΙ., καὶ ἴδ. Ξεν. Κυρ. 8. 6, 17. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 282, ἄγγαρον πῦρ = τὸ πῦρ τὸ χρησιμεῦσαν πρὸς μεταβίβασιν τῆς ἀγγελίας περὶ ἁλώσεως τῆς Τροίας· πρβλ. πομπός, ἐν τέλει.