πετάσιον

Revision as of 10:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of πέτασος, Posidon.2 J.; π. κανωπικά Sch. Orib.2.745.

German (Pape)

[Seite 604] τό, dim. von πέτασος, Ath. V, 176 b, aus Posidon.

Greek (Liddell-Scott)

πετάσιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πέτασος, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 176Β· πετάσια κανωβικὰ (διάφ. γραφ. κωνωπικὰ) Σχολ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 362 Matth.