Ποσειδώνιος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
α, ον,
A sacred to Poseidon, v.l. in E.Ph.188 (lyr.):—also Ποσειδαώνιος, AP6.4 (Leon.); Dor. Ποσειδάνιος [ᾱ] Pi.O.5.21, 10(11).26, B.Fr.6, S.OC1494 (lyr.), E.l.c. (lyr.).
II Ποσειδώνιον (sc. ἱερόν), τό, temple of Poseidon, Th.4.129, Paus.10.38.8; Ποσειδώνειον, Arist.Vent.973a16; Dor. Ποσειδάνειον AB430, Suid. s.v. Ἀπολλώνιον; Delph. Ποτειδάνιον SIG247 111 12 (iv B.C.).
III Ποσειδώνια, τά, his festival of Poseidon, Str.10.5.11, Ath.13.59of; Dor. Ποσειδάνια GDI4271.10 (Rhodes), SIG1028.24 (Cos, ii B.C.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Poséidon ; τὸ Ποσειδώνιον, le sanctuaire de Poséidon.
Étymologie: Ποσειδῶν.
Russian (Dvoretsky)
Ποσειδώνιος: II ὁ Посидоний (уроженец Апамеи в Сирии, философ стоической школы и политический деятель, живший на о-ве Родос, ок. 135-51 гг. до н. э.) Plut., Luc., Diog. L.
посидонов Eur.
Greek (Liddell-Scott)
Ποσειδώνιος: -α, -ον, ἱερὸς τοῦ Ποσειδῶνος, Εὐρ. Φοίν. 188· ― ποιητ. Ποσειδαώνιος Ἀνθ. Π. 6. 4· Δωρ. Ποσειδάνιος [ᾱ]. Πινδ. Ο. 5. 50., 10 (14). 32· καὶ παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 1494, τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ Ποσειδαονίῳ. ΙΙ. Ποσειδώνιον, (ἐξυπ. ἱερόν), τό, ὁ ναὸς τοῦ Ποσειδῶνος, Θουκ. 4. 129, Παυσ. 10. 38, 8· Ποσειδώνειον. Ἀριστ. Ἀποσπ. 238, Εὐστ., Σουΐδ.· Δωρ. Ποσειδάνειον, Α. Β. 430, Σουΐδ. ΙΙΙ. Ποσειδώνια, τά, ἡ ἑορτὴ αὐτοῦ, Στράβ. 487, Ἀθήν. 590F.
Greek Monotonic
Ποσειδώνιος: -α, -ον,
I. αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, σε Ευρ.· ποιητ. Ποσειδαώνιος και -όνιος, σε Σοφ., Ανθ.· Δωρ. Ποσειδάνιος [ᾱ], σε Πίνδ. ΙI.Ποσειδώνιον (ενν. ἱερόν), τό, ναός του Ποσειδώνα, σε Θουκ. III. Ποσειδώνια, τά, γιορτή προς τιμήν του, σε Στράβ.
Middle Liddell
Ποσειδώνιος, η, ον [from Ποσειδῶν
I. sacred to Poseidon, Eur.:—poet. Ποσειδαώνιος, and -όνιος, Soph., Anth.: doric Ποσειδά¯νιος, Pind.
II. Ποσειδώνιον, (sc. ἱερόν), τό, the temple of Poseidon, Thuc.
III. Ποσειδώνια, τά, his festival, Strab.